Πριν από λίγες ημέρες σε δημόσια συζήτηση για την τουριστική προοπτική της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του «Greece Talks», η υφυπουργός Τουρισμού Έλενα Ράπτη, τρεις ξενοδόχοι που δραστηριοποιούνται στην Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη και ένα στέλεχος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων που συντόνιζε, συμφώνησαν χωρίς κανέναν περαιτέρω σχολιασμό στην παραδοχή ότι στην παγκόσμια τουριστική αγορά η Χαλκιδική είναι πιο γνωστή από τη Θεσσαλονίκη. Μπορεί σε πολλούς κάτι τέτοιο να φαίνεται απολύτως φυσιολογικό, επειδή στη χώρα μας η κρατούσα -και λανθασμένη- αντίληψη είναι ότι τουρισμός σημαίνει κυρίως καλοκαίρι, ήλιος και θάλασσα, αλλά στην πραγματικότητα η αλήθεια αυτή συνιστά τεράστια στρατηγική ήττα για τη Θεσσαλονίκη. Εννοείται και πολύ μεγάλη νίκη για τη Χαλκιδική. Διότι εάν αναλογιστεί και συγκρίνει κανείς το κοινωνικό και ιστορικό μέγεθος των δύο περιοχών θα συμπεράνει ότι κάτι συμβαίνει και θα αναρωτηθεί ποιο και τι ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει. Βλέπετε οι άνθρωποι στον 21ο αιώνα κινούνται, μετακινούνται και ταξιδεύουν 12 μήνες το χρόνο.
Η απάντηση στις συγκεκριμένες απορίες σχετίζεται με το τι κάνει δεκαετίες τώρα η Χαλκιδική και δεν κάνει -επίσης δεκαετίες τώρα- η Θεσσαλονίκη. Διότι ακριβώς επειδή η Χαλκιδική έχει διαμορφώσει και προβάλλει με επιμονή και αξιοπιστία μία συγκεκριμένη τουριστική ταυτότητα, την οποία φροντίζει να εξελίσσει, ενώ η Θεσσαλονίκη εισπράττει απλώς την εύνοια της ιστορίας και της γεωγραφίας, οι δύο εφαπτόμενες περιοχές δεν μπορούν να λειτουργήσουν ούτε καν συμπληρωματικά. Η συνάφειά τους σταματάει στο αεροδρόμιο «Μακεδονία», που εξυπηρετεί και τις δύο περιοχές, για τους επισκέπτες που έρχονται και φεύγουν.
Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι η υφιστάμενη κατάσταση απλώς πιστοποιεί το πρόβλημα της Θεσσαλονίκης στο συγκεκριμένο πεδίο. Διότι η Χαλκιδική ποτέ δεν έκρυψε ότι είναι μια περιοχή καλοκαιρινών διακοπών, που πουλάει κατά βάση παραλίες και αμμουδιές, ενώ παράλληλα προσπαθεί με κάποιες συμπληρωματικές δραστηριότητες να επιμηκύνει όσο γίνεται τη σεζόν των πέντε ή έξι μηνών. Λειτουργεί στο επίπεδο αυτό σαν ένα νησί, που περικλείεται από μια υπέροχη θάλασσα! Αυτό ακριβώς έχουν στο μυαλό τους και όσοι Έλληνες και ξένοι επενδύουν στον κλάδο φιλοξενίας της περιοχής, κυρίως δημιουργώντας και ανακαινίζοντας ξενοδοχεία θερινής διαβίωσης. Επίσης, για τη διαρκή ενίσχυση του branding και της προβολής της περιοχής εργάζονται με συνέπεια άνθρωποι με γνώση της διεθνούς τουριστικής αγοράς.
Αντίθετα η Θεσσαλονίκη του μεγάλου μεγέθους, της ιστορίας των πολλών αιώνων κοσμοπολιτισμού, της γεωγραφικής εγγύτητας με τις γειτονικές χώρες, των σημαντικών μνημείων, της σπουδαίας γαστρονομίας, της παράδοσης στη διασκέδαση, η πόλη που συγκεντρώνει γύρω της παγκόσμια τοπόσημα, δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει τουριστική ταυτότητα. Το τουριστικό προϊόν «Θεσσαλονίκη» δεν έχει καταφέρει κανείς να το συνθέσει και να το… πακετάρει ως κάτι ενιαίο. Παραμένει σε πολλά, ασύνδετα μεταξύ τους κομμάτια, τα οποία διαχειρίζονται εναγωνίως διάφοροι τουριστικοί και αυτοδιοικητικοί φορείς κατά το δοκούν. Με αποτέλεσμα να κινούνται σε παράλληλες τροχιές, που αραιά και που συναντιούνται παράγοντας πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, αλλά συνήθως περισσότερο αποκλίνουν, παρά συγκλίνουν. Στην πόλη επί του τουριστικού ζητήματος επικρατεί στο μεν θεωρητικό επίπεδο μια ομοθυμία σε ό,τι αφορά στην ανάγκη ενίσχυσης της επισκεψιμότητας, ώστε να καταγραφεί αύξηση του κοινωνικού πλούτου και της απασχόλησης και ανάδειξης του χαμένου κοσμοπολιτισμού όλων των περασμένων αιώνων, στη δε πράξη ο ερασιτεχνισμός και η ασυνεννοησία.
Εδώ και πολλά χρόνια οι τουριστικοί και αυτοδιοικητικοί παράγοντες της Θεσσαλονίκης αντιλήφθηκαν τη συγκεκριμένη αδυναμία και ίδρυσαν τον Οργανισμό Τουρισμού Θεσσαλονίκης, ο οποίος (υποτίθεται ότι) θα έπαιζε διπλό ρόλο: συντονιστικό, αφού συμμετέχουν σχεδόν όλοι οι εμπλεκόμενοι με την τουριστική αγορά της πόλης και εκτελεστικό, καθώς θα δημιουργούσε και θα υλοποιούσε σχέδια τουριστικής ανάδειξης και προβολής της περιοχής. Τα αποτελέσματα του ΟΤΘ ήταν και παραμένουν ισχνά, κυρίως επειδή οι εμπλεκόμενοι για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν συνεργάζονται ουσιαστικά, αλλά ο κάθε φορέας επιμένει στα δικά του πλάνα, τα οποία οι υπεύθυνοι εκτιμούν ότι θα βοηθήσουν τα μέλη του. Επίσης, ο Οργανισμός δεν πήρε ποτέ τη μεγάλη απόφαση να συνεργαστεί με αναγνωρισμένους και πετυχημένους επαγγελματίες, ώστε να (επανα)δημιουργήσει το τουριστικό brand name της Θεσσαλονίκης από την αρχή, να χαράξει κάποια μακροπρόθεσμη στρατηγική και να καθιερώσει ενιαίο πλαίσιο για την προβολή της πόλης. Και φυσικά να ενεργεί με συνέπεια έχοντας την απαιτούμενη υπομονή για τα αποτελέσματα.
ΥΓ. Ίσως η άποψη για την οργανωμένη προβολή της όλης Θεσσαλονίκης στο εξωτερικό να είναι ουτοπική ή -έστω- υπερβολικά φιλόδοξη. Διότι πρωτίστως την πόλη δεν την σέβεται το ένα και κάτι εκατομμύριο των κατοίκων της, εκ των οποίων ελάχιστοι γνωρίζουν στοιχειωδώς την ιστορία των 24 αιώνων της ζωής της. Εξίσου λίγοι κάτοικοι επισκέπτονται ιστορικές περιοχές, τα μνημεία και τα μουσεία ή απολαμβάνουν συνειδητά το αστικό τοπίο και τα πλεονεκτήματά του, όπως είναι η αρχιτεκτονική δημοσίων χώρων ή κτηρίων. Ακόμη λιγότεροι έχουν επισκεφθεί -πέρα από τις υποχρεωτικές σχολικές εκδρομές- τα γύρω από τη Θεσσαλονίκη παγκόσμια τοπόσημα, όπως η Πέλλα και η Βεργίνα της Μακεδονικής δυναστείας, ο Όλυμπος, το Δίον, η Αμφίπολη, το Άγιον Όρος ή έχουν ακολουθήσει τα βήματα του Αποστόλου Παύλου. Άρα λείπει από τη Θεσσαλονίκη η εσωτερική ενέργεια και δυναμική που έχει υποχρεωτικά μια κοινωνία -κάτι σαν μπόνους-, όταν οι άνθρωποι που την απαρτίζουν έχουν συνείδηση σε ποια χώματα πατάνε και κινούνται καθημερινά, αλλά και ποιοι πάτησαν και μεγαλούργησαν σε αυτά πριν από τους ίδιους. Φυσικά στην αγορά, στην κατανάλωση, στη γαστρονομία και στη διασκέδαση τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα, αλλά μάλλον από μόνα τους δεν φτάνουν.
*Γράφει ο Γιώργος Μητράκης στο voria.gr