Χαλκιδική: Ο Γιάννης Στεφανίδης μοιράζεται αναμνήσεις από τα καλοκαίρια του 20ού αιώνα.
Κατακαλόκαιρο. Έντονη η τάση για αποσύνδεση από την επικαιρότητα, ανθρώπινη παρέα, αλλά και γνωριμία με τα γραπτά των άλλων. Με τη Χαλκιδική να βγάζει στην επιφάνεια αναμνήσεις κι εμπειρίες – εξηκοστό τρίτο καλοκαίρι για μένα στη φημολογούμενη ως ομορφότερη γωνιά της Γης.
Ας μένει για λίγο η έρευνα στο διαδίκτυο. Περιττά και τα εφόδια της τεχνητής νοημοσύνης. Αναβολή στην ανάλυση της επικαιρότητας. Μια βόλτα μόνο στον γιαλό της μνήμης και συλλογή από θραύσματα του παρελθόντος.
Η πρώτη ανάμνηση από τη Χαλκιδική, από τη χερσόνησο της Κασσάνδρας είναι γαστριμαργική: Καλοκαίρι του 1965. Η παρέα στη σκιερή παραλία του Μαλτεπέ (σημ. Καλλιθέα) κατέληξε σε δυσεύρετο ταβερνείο για μεσημεριανό. Ο ταβερνιάρης παίνεσε το κουνέλι στιφάδο. Φεύγοντας οι μεγάλοι είχαν έντονη υποψία ότι είχαν καταναλώσει ένα άτυχο γατί. Εμένα μου φάνηκε νόστιμο.
Η δεύτερη ανάμνηση έχει ταξικό πρόσημο: Επαρχιακή οδός κοντά στα Νέα Μουδανιά, καλοκαίρι του 1966. Το οδόστρωμα κατειλημμένο από αγρότες που διαμαρτύρονταν (πιθανότατα για τις τραγικά χαμηλές «τιμές ασφαλείας»). Ο θείος Τάκης έκανε το λάθος να κορνάρει. Κάποιοι εξαγριώθηκαν και το Ρενώ Ντοφίν βρέθηκε στον αέρα για μερικές στιγμές.
Τρίτη ανάμνηση με ηχόχρωμα: Σούρουπο στην παραλία Ψακούδια, καλοκαίρι του 1967. Μια νεανική παρέα συγκεντρωμένη γύρω από μια φωτιά, παίζει κιθάρες και τραγουδά «Νέο Κύμα». Ίσως για πρώτη φορά ένοιωσα τόσο έντονη επιθυμία να μεγαλώσω (όταν επιτέλους μεγάλωσα, την κιθάρα αντικαθιστούσε φορητό ραδιοκασετόφωνο).
Πλήθος οι αναμνήσεις από τα επόμενα πέντε καλοκαίρια. Τόπος η Χανιώτη, στη χερσόνησο της Κασσάνδρας. Πενήντα χωριατόσπιτα, δυο-τρεις βίλες, μία ταβέρνα, ένα τηλεφωνείο το 1968· πολύ περισσότερα σπίτια, ταβέρνες και ξενοδοχείο το 1972. Δεν θυμάμαι καφενείο!
Έντονη ανάμνηση το πρώτο ταξίδι: Τέσσερεις ώρες από τη Θεσσαλονίκη, μαζί με την αναμονή στην Ποτίδαια για το πέρασμα της διώρυγας με το «σάλι» (μια σχεδία που την κινούσαν συρματόσχοινα από τη μια ακτή στην άλλη). Το Opel Kadett που είχε αντικαταστήσει το Ρενώ του θείου Τάκη στέναζε από το βάρος πέντε επιβατών και κοτζάμ οικοσκευής: Οι γονείς δεν το ρίσκαραν να βρεθούν σε κρεβάτι δίχως στρώμα, μαξιλάρια, κλινοσκεπάσματα. Κάποια στιγμή, το σασί βρέθηκε να ξύνει το οδόστρωμα. Αναγκαστική στάση και φοβερή αποκάλυψη: Ένα βάζο βύσσινο γλυκό (αχ, γιαγιά Ελένη!) είχε σκάσει από το κακό του και το περιεχόμενο είχε λούσει το πορτ μπαγκάζ. Με τα πολλά, το Kadett ξαναπήρε μπρος και οι σφήκες έμειναν να γλεντήσουν με τα σιρόπια.
Τα επόμενα χρόνια, η διαδρομή συντομεύτηκε στις δυόμισι ώρες. Φτιάχτηκε επαρχιακή οδός διπλής κατεύθυνσης και το κανάλι της Ποτίδαιας γεφυρώθηκε (με τη δεύτερη προσπάθεια, αφού η πρώτη γέφυρα κατέρρευσε, τον χειμώνα του 1969, αν δεν κάνω λάθος). Οι ντόπιοι έδειχναν ευγνώμονες για τη Χούντα που έφτιαξε δρόμο και έφερε το ηλεκτρικό.
Στη Χανιώτη, το ξενοδοχείο Strand δεν ήταν για το βαλάντιο της οικογένειας. Η λύση ήταν ενοικιαζόμενο δωμάτιο στο σπίτι μιας οικογένειας. Τέσσερα καλοκαίρια τα περάσαμε στης κυρίας Κωστάντζας. Υποπτεύομαι ότι στη Χανιώτη, τουλάχιστον, επιβίωναν κατάλοιπα του μητριαρχικού παρελθόντος: Όλα τα σπίτια έμοιαζαν να ανήκουν σε κυρίες. Είχαν επίσης αυλή και μια κατσικούλα που την άρμεγαν κάθε πρωί. Βρασμένο κατσικίσιο γάλα με μπουκιές χθεσινού ψωμιού και ζάχαρη – «παπάρα», το καλύτερο πρωινό!
Ως παιδιά της πόλης, νιώθαμε πως διαφέραμε από τα χωριατόπαιδα. Εμείς πάντα φορούσαμε κάτι στα πόδια μας· εκείνα συχνά γυρνούσαν ξυπόλητα. Εμείς είμασταν κουρεμένα με τη μόδα, τα ντόπια αγόρια με την ψιλή. Μου έκανε εντύπωση το θαμπό ξανθωπό μαλλί και το σταρένιο τους δέρμα, πολύ διαφορετικό από το χλωμό του αστικού διαμερίσματος. Επίσης, έκοβαν φωνήεντα: το σκλί, το σκλίκι· μας μάθαιναν και καινούριες φράσεις: σα παν’, σα κάτ’. Σύντομα, η θάλασσα και, ιδίως η πλατεία του χωριού έφεραν τις δύο «φυλές» πιο κοντά. Αυτό δεν σήμαινε ότι εμείς, τα παιδιά της πόλης, αποβάλλαμε την αποικιοκρατική μας οπτική. Μπορούσαμε όμως να μοιραστούμε εμείς τα αγορασμένα παιχνίδια μας κι εκείνα τα δικά τους αυτοσχέδια, ιδίως δε να μας μυήσουν στα μυστικά του τόπου τους.
Σύντομα, γίναμε δύο «συμμορίες», ανάμικτες. Και οι δύο διεκδικούσαμε να παίξουμε στο άδειο σιντριβάνι της πλατείας. Ένα καλοκαίρι, η αντιπαλότητα έλαβε ομηρικές διαστάσεις. Στο επίκεντρο, η Ελενίτσα. Λεπτή, μελαχρινή, με κάπως μπάσα φωνή – ή μήπως προσποιούνταν; Στεκόταν με την πλάτη στο τοιχάκι του σιντριβανιού κρατώντας μια τσίχλα απομίμηση τσιγάρου (είδος απαγορευμένο σήμερα) και μας ρωτούσε έναν έναν: «Αγοράκι, έχεις φωτιά»;
Τα βράδια, σινεμά με ένα τάλιρο. Το πανί στηνόταν στην αυλή της κυρίας Βικτώριας. Αν τα «Κόκκινα φανάρια» ενέπνευσαν την Ελενίτσα, τα αγόρια ρουφούσαμε τα γουέστερν σπαγγέτι – αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τα πολεμοχαρή παιχνίδια της επόμενης μέρας. Ενέδρες και μονομαχίες, ευτυχώς όλες αναίμακτες. Μέχρι να μας συμμαζέψουν οι μεγάλοι. Και οι ήχοι της νύχτας σήμαιναν σιωπητήριο: το τριζόνι, ο γκιώνης, κάποιο τσακάλι – μέχρι να λαλήσει ο πετεινός.
Τα καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας ήταν μεγάλα, ποτέ όμως αρκετά. Η ανάμνησή τους και ιδίως, η προσδοκία της επανάληψής τους μας έδινε κουράγιο να αντιμετωπίσουμε μια ατέλειωτη (στα μάτια μας) και επίπονη σχολική χρονιά. Όσοι βρεθήκαμε στη Χαλκιδική του 1960 – 1970 είμαστε τυχεροί. Είχαμε πρόσβαση σε έναν αραιοκατοικημένο παράδεισο. Και ο παράδεισος δεν προοριζόταν να γίνει πολυσύχναστος. Δημιουργήθηκε για ένα άτομο, άντε δύο πολύ.
Πηγή: athensvoice.gr