Αέρα να ‘σαι τιμωρός, να ‘σαι και παιχνιδιάρης
κι αν βαρεθεί η ψυχούλα μου, να ‘ρθεις να μου την πάρεις
για να κοιτάει από ψηλά του κόσμου τη ραστώνη
να ξεχαστεί σαν των βουνών το περσινό το χιόνι.
Θανάσης Παπακωσταντίνου, «Πεχλιβάνης»
Στους Μάκη Κρικελίκο και Μάκη Παπάγγελο,
Δωρικούς κίονες της διανόησης της περιοχής μας
Και λίαν προσφάτως μεταστάντες…
Του Αθανάσιου Χ. Μάντσιου – Αρχαιολόγος
Ο Ιωακείμ Παπάγγελος σε άρθρο του σε τοπική εφημερίδα[1] της Χαλκιδικής αναφερόμενος στην ανασκαφή της παλαιοχριστιανικής κοιμητηριακής βασιλικής[2] του Αγίου Γεωργίου στην Νικήτη, μας ενημερώνει πως στην ίδιαν θέσιν ανεκαλύφθη υπό νέων της Νικήτης, το θέρος του 1974, ενεπίγραφον μάρμαρον επι του οποίου ανεγράφετο η επιγραφή:
Ηρακλείδης και Μένιππος Φανίου
Διοσκόροις και Μάντα επηκόοις
Δηλαδή ο Ηρακλείδης και ο Μένιππος , τα παιδιά του Φανίου, αφιερώνουν το ενεπίγραφο μάρμαρο στους θεούς Διοσκόρους και στην θεότητα Μάντα που άκουσαν τις παρακλήσεις τους.

Οι διαστάσεις της ενεπίγραφης ορθογώνιας μαρμάρινης πλάκας είναι 92x40x13 εκ. και το μέγιστο ύψος των γραμμάτων της επιγραφής ήταν 4,5 εκ. Από την μορφή των γραμμάτων, ιδιαιτέρως των Κ,Σ,Π,Φ και Ο συμπεραίνουμε πως χρονολογικά τοποθετείται στο τέλος του 3ου ή των αρχών του 2ου αι. π.Χ.[3], εποχή από την οποία έχουμε και άλλο επιγραφικό μνημείο από την γειτονική περιοχή «Ανεμόμυλος» της Νικήτης . Πρόκειται για μια επιγραφή προς τιμήν του Μακεδόνα Φιλίππου Ε’, όπου ο βασιλιάς αναφέρεται με τα επίθετα «Σωτήρ και Κτίστης»[4] .

Η προαναφερόμενη ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα χρησιμοποιήθηκε ως κατώφλι της εισόδου του εξωκλησίου που κτίσθηκε στο μεσαίο κλίτος της βασιλικής κατά τον 17ο αι. Το ξωκλήσι οικοδομήθηκε σε αρχαιολογικό χώρο προφανώς από οικοδομικό υλικό του χώρου, οπότε θεωρείται βέβαιο πως η επιγραφή μας προέρχεται από κει. Εδώ θα πρέπει να συμπληρώσω πως στην ανασκαφή της γειτονικής βασιλικής του Σωφρονίου, όπου συμμετείχα ως επιστημονικός συνεργάτης του κυρίου Νικονάνου Νικολάου[5] διαπιστώθηκε πως η πλειοψηφία των αρχιτεκτονικών μελών της ήταν σε δεύτερη χρήση και προέρχονταν από ειδωλολατρικό ιερό της περιοχής, αφού σε επίθημα κιονοκράνου υπάρχει επιτύμβια επιγραφή στα λατινικά που αναφέρεται στους Διόσκορους και στην Μάντα (αδημοσίευτη).
Η λατρεία των Διοσκούρων ήταν πολύ δημοφιλής από τον 5ο αι. π.Χ. στην Αθήνα και στην Σπάρτη. Εξαιτίας του γεγονότος του Β’ αποικισμού που εξελίχθηκε τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. η λατρεία των δύο θεών εξαπλώθηκε σ΄όλη την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και της Θράκης και σύντομα εδραιώθηκε σ΄όλη την περιοχή. Εξ αιτίας της θείας του υπόστασης, ως δίδυμοι θεοί των αλόγων μπορούμε να υποθέσουμε πως η λατρεία τους είχε στενή σχέση με τον ήρωα Ιππέα[6]. Η λατρεία του ήρωα Ιππέα δεν είναι ασυνήθιστη στην περιοχή της Σιθωνίας, αφού στην εμπρόσθια όψη νομισμάτων της γειτονικής Σερμύλης απεικονίζεται για πρώτη φορά στο αρχαίο «παλκοσένικο» της ελληνικής χερσονήσου η προαναφερόμενη θεότητα. Εδώ αξίζει να υπογραμμισθεί πως ο «χαρακτήρ»[7] του νομίσματος κάθε πόλεως σχετίζεται με τους «περί την πόλιν μύθους», παραπέμπει στον θρησκευτικό βίο της εκδότριας αρχής και ως εκ τούτου στην ιστορική μνήμη της.

Η λατρεία της θεάς και των ιππέων μοιραία δημιουργεί διάφορα ερωτηματικά για την προέλευσή τους. Η Θεά των ειδωλολατρών είναι μια δημιουργία όμοια του ιουδαϊκού Γιαχβέ, μια οντότητα που περικλείει στο εσωτερικό της πολλές θεότητες διαφορετικών περιοχών κι ενώ στην περίπτωση του ιουδαϊκού Γιαχβέ μπορούμε να φτάσουμε στην πρώτη του εμφάνιση και να τον ταυτίσουμε ξεκάθαρα κι οριστικά με τον θεό των Σουμερίων, Ασούρ[8] ή με τον πατέρα του, Ενλίλ [9] στην περίπτωση της θεάς αυτή η προσπάθεια δεν έγινε. Επίσης δεν υπάρχει και κάποια γραπτή μαρτυρία που να προσδιορίζει την καταγωγή της. Η Θεά όμως δεν προέρχεται μόνο από το ειδωλολατρικό περιβάλλον. Υπάρχει ένα κίνημα της αρχαιολογικής επιστήμης , όπως επίσης της ανθρωπολογικής, της εθνολογικής που ξεκινά μια συζήτηση αρχαιολογικής έρευνας που δεν επηρεάζεται , τουλάχιστον επισήμως από θεολογικές ή ψευδολατρικές οπτικές. Απ’ αυτό το κίνημα του οποίου μέρος είναι αρκετά αξιομνημόνευτα ονόματα όπως η Marija Gimbutas10] , Max Dashu[11] και Gwendolyn Leick[12].
Η έρευνα της Gimbutas ακόμη κι αν περιορίζεται στην ευρωπαϊκή ζώνη , ήταν εκείνη που ξεκίνησε την εμβάθυνση της μελέτης των ευρημάτων που αφορούσαν στην λατρεία του «θηλυκού» ήδη σ’ εποχές που χρονολογικά ανέρχονται στο 7000 πΧ. Το αξιομνημόνευτο πόνημα του Max Dashu στο οποίο συγκέντρωσε στοιχεία από όλον τον κόσμο από μαρτυρίες που αφορούσαν στην λατρεία της γυναικείας υπόστασης και τέλος η Leick που με την βαθιά της γνώση στην ιστορία της αρχαίας ανατολής, ξεκαθάρισε στα όρια του προφανούς, την θηλυκή φιγούρα της Ischtar[13], που χρησιμοποιήθηκε ως μοντέλο από τον ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό για την δημιουργία των κύριων γυναικείων θεοτήτων.
Γκιμπούτας υποστηρίζει πως η έλευση στην πρώιμη εποχή του Χαλκού 6500 π.Χ έφιππων νομαδικών φυλών από τον βορρά στην νότια Ευρώπη προκάλεσαν μια συθέμελη αλλαγή, της κοινωνικής δομής και της θρησκείας[14]. Η πορεία αυτών των «πολεμιστών» που επέφεραν τις τεράστιες αλλαγές μπορούν να εξακριβωθούν από τα υλικά κατάλοιπά τους που απαντώνται στους τύμβους (Κουργκάν)[15]. Τα βασικά στοιχεία των βόρειων λαών Κουργκάν που χαρακτηρίζουν το ομοεθνές της υπόστασής τους είναι τα ακόλουθα:
- Οι ταφές σε τύμβους.
- Η χρήση όπλων.
- Η παρουσία του ίππου.
- Η κεραμική μ΄εμπίεστα σχινοειδή κοσμήματα.

Σύμφωνα με την Γκιμπούτας η άφιξη των προαναφερόμενων λαών προκάλεσε την αποσύνθεση του πολιτισμού της παλιάς Ευρώπης και ξεριζώθηκε η μητριαρχική λατρεία η οποία αντικαταστάθηκε από την λατρεία του άνδρα πολεμιστή και την πατριαρχική κοινωνία.
Σ΄αυτά τα γεγονότα οφείλουμε ν΄ αναζητήσουμε τις ρίζες της προέλευσης των θεοτήτων της επιγραφής που βρέθηκε στον Άγιο Γεώργιο της Νικήτης και που δημοσίευσε ο κύριος Ιωακείμ Παπάγγελος. Η Θεότητα που έχει θρακική καταγωγή και ονομάζεται Μάντα, φαίνεται να είναι απομεινάρι της μητριαρχικής θρησκείας των πρωτοελληνικών φύλων που κατοικούσαν στην περιοχή της Χαλκιδικής πριν τον ερχομό των αρχαίων θρακών, νομαδικού ινδοευρωπαϊκού λαού, συγγενικού μ΄αυτά, που εγκαταστάθηκε στον χώρο της Χαλκιδικής [16]. Οι Ιππείς θεοί – Διόσκουροι είναι αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας του πολεμικού λαού που εγκαταστάθηκε στην Σιθωνία και που στα νεότερα χρόνια ενεδύθησαν ένδυμα ελληνικού ονόματος λόγω του μακρόχρονων ελληνικών εποικισμών των πόλεων της Σιθωνίας, που κατά τους ελληνιστικούς χρόνους εξελλήνισσαν πλήρως ο,τιδήποτε θρακικό υπήρχε. Η λατρεία του ιππέα – ιππέων πιστοποιείται από την εικονογραφική του παρουσία σε νομίσματα της γειτονικής Σερμύλης που χρονολογικά τοποθετούνται στα μέσα του 6ου αι π.Χ. Αξίζει να υπογραμμισθεί πως ο Ηρόδοτος την δυτική πλευρά της κεντρικής υποχερσονήσου της Χαλκιδικής από την Τορώνη έως κα την Όλυνθο την ονοματίζει, Σιθωνία[17].
Οι Ινδοευρωπαίοι Θράκες έφεραν μαζί τους την λατρεία των παραδουνάβιων ιππέων που απ’ ό,τι φαίνεται στην Χαλκιδική και ιδιαίτερα στην Σιθωνία ακολουθήθηκε κι ενσωματώθηκε στην καθημερινότητα των κατοίκων της. Οι προαναφερόμενες θεότητες ομοίαζαν αρκετά με τους Έλληνες Διόσκουρους,τους φημισμένους έφιππους αδελφούς της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, ένας από τους οποίους ήταν θνητός κι ο έτερος αθάνατος.Τέτοιες εικόνες είναι μια σημαντική πτυχή των λατρειών του «θεϊκού ήρωα» που οδήγησαν τις κοινωνίες εκείνη την εποχή, ήταν σημαντικό οι άνθρωποι να επιδιώκουν και να μπορούν το θείο μέσω ταυτότητας (φυλετικής ή πνευματικής). Υπογραμμίζεται πως την λατρεία των υιών του Διός την έφεραν οι Έλληνες έποικοι του «Χαλκιδικού γένους»[18] αλλά και εκείνοι του δεύτερου ελληνικού αποικισμού που εμπλούτισαν τους ντόπιους πληθυσμούς των ήδη υπαρχουσών πόλεων .Οπότε από την στιγμή που οι δύο θεοί είναι οι Διόσκουροι, η θεά ανάμεσά τους μπορεί να θεωρηθεί ως μεσολαβητής μεταξύ του θείου και του θνητού και επομένως ως θεά του θανάτου, του πολέμου άρα μοιραία και της μαντείας.
Η Χαλκιδική χερσόνησος αποτελούσε χώρο της ευρύτερης περιοχής του Παγγαίου, τόπος λατρείας του Ρήσου, Θράκα ομηρικού βασιλιά. Η λατρεία του Ρήσου βασίζεται κυρίως σε σαμανιστικές αντιλήψεις καθώς εμφανίζεται στις πρώτες κοινωνίες στην περιοχή της Θράκης. Έτσι μπορεί να υποτεθεί πως μ΄ αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε η τριβή με τις μυστικιστικές αντιλήψεις της θρησκείας καθώς ο προαναφερόμενος ήρωας προσπαθούσε να ανακαλύψει μέσω της έκστασης τον άλλο κόσμο και την συνέχεια μετά το τέλος της ζωής. Όσον αφορά στην λατρεία του μπορούμε να εικάσουμε πως μέσα από τις εκστατικές πρακτικές οι ιερείς επιχειρούσαν να μαντέψουν τι ήταν καλό για την φυλή τους και έτσι η παράδοση πέρασε και στους άλλους Θράκες και και έπειτα στους Έλληνες και στους Ρωμαίους [19]. Ο Μαρσύας ο νεώτερος ή ο εκ Φιλίππων της Μακεδονίας στο έργο του «Μακεδονικά» αναφέρει πως τα οστά του Ρήσου ενταφιάσθηκαν σ΄ένα σπήλαιο στο Παγγαίο κοντά στον Στρυμώνα που όπως επιβεβαιώνει και ο Ευριπίδης στην τραγωδία του «Ρήσος» αποτέλεσε κέντρο άσκησης της μαντικής τέχνης.
Οι Ηδωνοί , οι Οδόμαντες και οι Σίθωνες ήταν συγγενικά φύλα του μεγάλου θρακιώτικου λαού. Ασκούσαν την μαντική τέχνη για πολλά χρόνια [20]. Ξεκάθαρη ένδειξη γι’ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι πολλά ονόματα ανδρών και γυναικών από την κλασική αρχαιότητα ήδη γνωστά από την ιστορία αλλά κυρίως από τις επιγραφές σχετίζονται άμεσα με την μαντική τέχνη. Έτσι στον Ηρόδοτο Ε 12 συναντούμε το θρακικό όνομα Μάντας, με τον τύπο Μαντύης, ν’ ανήκει σ’ έναν Παίονα από την περιοχή του Παγγαίου [21]. Επίσης τα θηλυκά ονόματα Μάντα, Μαντώ, Μάντω Μάνταδα, Μανταρτούς, Μαντάνη, Μαντούνη είναι χαρακτηριστικά της περιοχής του Παγγαίου όσο και τ’ αρσενικά Μάντης και Μάντας.
Συνοψίζοντας και σύμφωνα με τα παραπάνω μπορούμε να υποθέσουμε με μεγάλη ασφάλεια πως η Μάντα της επιγραφής του Αγίου Γεωργίου πρόκειται για θεότητα με μαντικά χαρακτηριστικά που η λατρεία της εκτείνεται από την απώτερη αρχαιότητα ως και την ρωμαϊκή περίοδο στην περιοχή του Παγγαίου , γεγονός που αποδεικνύεται από την επιγραφή:
DIOSCORIS ET MANTE DE SUIS ONE(RIBUS)
QUESTIS CURATOR D(EIS) N(UMEN) F(ECIT)
SACERDOS…
Που βρέθηκε στην Δράμα και δημοσιεύτηκε από την κυρία Βασιλική Πουλιούδη το 1994 στην Β’ επιστημονική συνάντηση με τίτλο «Η Δράμα και η περιοχή της – Ιστορία και πολιτισμός».
Παραπομπές
[1] Ιωακείμ Παπάγγελος,1975, εφημερίδα «Ο ΣΙΘΩΝ», «συμβολή εις την ιστορίαν της περιοχής Νικήτης-Αγίου Νικολάου».
[2] βασιλικές, ναοί οι οποίοι ήταν τεράστια επιμήκη οικοδομήματα, διαιρούμενα εσωτερικά, δια κιονοστοιχιών , σε κλίτη, καταλήγοντας στην ανατολική μικρή πλευρά σε αψίδα (κόγχη), και τα οποία κυριάρχησαν τον 4ο και 5ο μ.Χ.,αιώνα.
[3] Ιωακείμ Αθ. Παπάγγελος, Μάρτιος 2013, «Περί της Μάντας και των Διοσκούρων, με αφορμή επιγραφικό υλικό από την Δράμα και την Χαλκιδική».
[4] Ι.ΑΘ. ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΣ «ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΦΙΛΙΠΠΟ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΙΚΗΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ».
[5] Ο Νικόλαος Νικονάνος υπήρξε από τους διακεκριμένους Έλληνες βυζαντινολόγους. Διετέλεσε επί σειρά ετών καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης του τμήματος Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
[6] Αθανάσιος Χρ. Μάντσιος «Από τον ήρωα ιππέα, στον ιππέα της Σερμύλης κι από κει στον Αϊ Γιώργη», Μάϊος 2020, Νέα Μουδανιά blog.
[7] Χαρακτήρ: εμπρόσθια όψη του νομίσματος.
[8] Θεός του Ουρανού, κύρια θεότητα των Σουμερίων.
[9] Πατέρας του Ασούρ, θεός των ανέμων και των καταιγίδων.
[10] Η Μαρίγια Γκιμπούτας (Birutė Marija Alseikaitė-Gimbutien,Bίλνιους Λιθουανία,23/01/21 – Λος Άντζελες, ΗΠΑ 02/02/1994) ήταν Λιθουανή αρχαιολόγος, εξέχουσα μορφή της αρχαιολογίας, κυρίως για την έρευνά της τόσο στους νεολιθικούς πολιτισμούς όσο και εκείνους της εποχής του Χαλκού, οι οποίοι κατά την άποψή της συνέθεταν τον “αρχαίο ευρωπαϊκό πολιτισμό”, όρο που η ίδια εισήγαγε σε έργα της που δημοσεύθηκαν μεταξύ του 1946 και του 1971 και άνοιξαν νέους δρόμους στην αρχαιολογία συνδυάζοντας τον παραδοσιακό τρόπο έρευνας με τη γλωσσολογία και τη μυθολογία.
[11] Max Dashu, Αμερικανός ιστορικός της τέχνης.
[12] Gwendolyn Leick, Αυτριακή Ιστορικός.
[13] Ischtar , Βαβυλωνιακή θεά της γονιμότητας.
[14] Gimbutas, 1979, 113.
[15] Τύμβος, τεχνητό έξαρμα γης που καλύπτει έναν η περισσότερους τάφους .
[16] Θανάσης Γεωργιάδης «Θράκη και Θράκες στην αρχαιότητα».
[17] Ηρόδοτος: Ιστορίαι, Ζ 122.
[18] TO «ΧΑΛΚΙΔΙΚΟΝ ΓΕΝΟΣ» ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ (9ος – 6ος αι. π.Χ.) ΝΙΖΑΜΙΔΟΥ ΜΑΡΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ.
[19] Archibald, Ζ.Η 1998,166
[20] Θόδωρος Λυμπεράκης: Η μαντική τέχνη στο Παγγαίο όρος και στην περιοχή του κατά την αρχαιότητα.
[21] ibidem