Ένα από τα πιο σημαντικά και αξιόλογα παλαιοχριστιανικά μνημεία στη Χαλκιδική είναι η βασιλική του επισκόπου Σωφρονίου. Βρίσκεται στα νότια της Νικήτης και απέχει μόλις 60 μέτρα από τα ερείπια μιας άλλης βασιλικής, αυτής του Αγίου Γεωργίου.
Ο ναός κτίστηκε με πέτρες, ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται πλίνθοι και ισχυρό ασβεστοκονίαμα.
Η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε τους τοίχους του κτιρίου και αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη από μάρμαρο, τα οποία σήμερα κοσμούν το χώρο και δίνουν στον επισκέπτη – θεατή μια ικανοποιητική άποψη για τον διάκοσμο της βασιλικής.
Από τα στοιχεία που προέρχονται από τις ανασκαφές προκύπτει ότι η βασιλική δεν ολοκληρώθηκε σε μία φάση, αλλά σε τρεις διαφορετικές μεταξύ τους.
Ειδικότερα, κατά την πρώτη φάση ο ναός κτίστηκε ως μια τρίκλιτη βασιλική με ξύλινη στέγη, με υπερώα και νάρθηκα. Στην ανατολική πλευρά διαμορφώνεται η μεγάλη ημικυκλική αψίδα του ιερού με τρεις αντηρίδες, που τη στηρίζουν εξωτερικά. Εσωτερικά της αψίδας σώζονται οι κτιστές θέσεις των κληρικών, το λεγόμενο σύνθρονο, κατασκευασμένο σε τρεις ή τέσσερις βαθμίδες με τον επισκοπικό θρόνο. Μπροστά στο σύνθρονο διατηρούνται τα ίχνη της βάσης της Αγίας Τράπεζας και του κιβωρίου που τη στέγαζε. Ο χώρος του ιερού κοσμείται με περίτεχνο μαρμαροθετημένο δάπεδο με πλούσιο γεωμετρικό διάκοσμο και χωρίζεται από τον κυρίαρχο ναό με μαρμάρινο χαμηλό τέμπλο. Από το τέμπλο διατηρούνται τμήματα των πεσσίσκων και των φολιδωτών θωρακίων του.
Τα κλίτη του ναού χωρίζονται με κιονοστοιχίες από πέντε κίονες. Η πρόσβαση από τον νάρθηκα στα κλίτη γίνεται μέσω τριών θυρών. Στη βορειοδυτική γωνία του νάρθηκα σώθηκαν τα λείψανα της κλίμακας ανόδου στα υπερώα. Ένα ευρύ τρίβηλο άνοιγμα στο μέσο του δυτικού τοίχου του νάρθηκα αποτελούσε τη μοναδική είσοδο στο ναό. Με βάση τα τεχνολογικά και στυλιστικά χαρακτηριστικά η οικοδόμηση της πρώτης φάσης του παλαιοχριστιανικού ναού τοποθετείται στο τέλος του 4ου αιώνα ή στο α ΄ μισό του 5ου αιώνα μ.Χ.
Κατά την δεύτερη οικοδομική φάση, που τοποθετείται χρονολογικά στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ., προστέθηκε στη δυτική πλευρά του μνημείου μια μνημειώδης στοά που αγκάλιασε όλες τι πλευρές του νάρθηκα, διαμορφώνοντας ιδιαίτερα διαμερίσματα στη βόρεια και στη νότια πλευρά. Η μνημειακότητα της προσθήκης τονίστηκε με το πεντάλοβο θυραίο άνοιγμα στα δυτικά της στοάς, που προσέφερε και τον απαραίτητο φωτισμό στο χώρο.
Λίγο αργότερα φαίνεται ότι κατασκευάστηκε και το περίφημο ψηφιδωτό δάπεδο του κεντρικού κλίτους, όπου διασώζεται πλούσιος διάκοσμος με γεωμετρικά και ζωόμορφα θέματα, με πιο σημαντικό αυτό των ελαφιών με τη φιάλη στο δυτικό τμήμα. Σε ψηφιδωτή επίσης επιγραφή σώζεται και το όνομα του χορηγού επισκόπου Σωφρονίου, από όπου πήρε και το όνομά του το μνημείο.
Κατά την τρίτη και τελευταία φάση, η οποία τοποθετείται περίπου στα μέσα του 5ου αιώνα η βασιλική δέχθηκε στα δυτικά της ένα ευρύ και μεγάλο αίθριο κατά το πρότυπο των παλαιοχριστιανικών βασιλικών της ανατολικής Μεσογείου.
Το αίθριο στηριζόταν εσωτερικά σε σειρές κιόνων και διέθετε τρεις εισόδους, μία κύρια στα δυτικά και μία μικρότερη στις υπόλοιπες πλευρές. Ταυτόχρονα, προστέθηκε στο νάρθηκα μια ακόμη κλίματα εξόδου προς τα υπερώα, ενώ ιδιαίτερα σημαντική είναι η προσθήκη του τετράγωνου επενδυμένου με μάρμαρο βαπτιστηρίου στη νοτιοανατολική γωνία της βασιλικής.
Σε μεταγενέστερη εποχή και όταν η βασιλική καταστράφηκε πιθανότατα από σεισμό έχασε τον ιερό της χαρακτήρα και στο αίθριο εγκαταστάθηκαν αποθηκευτικοί και εργαστηριακοί χώροι. Ίχνη τέτοιας χρήσης βρέθηκαν ακόμη και στα πρώιμα μεταβυζαντινά χρόνια – 15ος αιώνας και έπειτα.
Σήμερα, η παλαιοχριστιανική βασιλική του Σωφρονίου αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά και αξιόλογα παλαιοχριστιανικά μνημεία της Χαλκιδικής. Μαζί με την βασιλική του Αγίου Γεωργίου συνιστούν τις πιο λαμπρές μαρτυρίες της πρώιμης χριστιανικής περιόδου στην ευρύτερη περιοχή (4ος-6ος αιώνας μ.Χ.).
Οι έρευνες στη βασιλική ξεκίνησαν από την 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το 2003 κατασκευάστηκε το μεγάλο στέγαστρο μιμούμενο τον αρχικό τρόπο στέγασης της βασιλικής.
Πληροφορίες – φωτογραφίες: 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων – Υπουργείο Πολιτισμού, Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους
Πηγή: thesstoday.gr