Ένα άγνωστο ηχητικό ντοκουμέντο φέρνει σήμερα στο φως το iefimerida, από το οποίο προκύπτει ότι ο εκβιασμός που κατήγγειλε ο Ανδρέας Βγενόπουλος ότι υπέστη από την πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, το 2016, δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του, ούτε αντιπερισπασμός.
Συγκεκριμένα, ο επιχειρηματίας αποκάλυψε σε συνέντευξη Τύπου, τον Μάιο του 2016, ότι του ζητήθηκαν, μέσω τρίτου προσώπου, χρήματα με τη «μέθοδο του βιβλίου», να τα τοποθετήσει δηλαδή μέσα σε ένα βιβλίο, και ότι του ζητήθηκε μέγεθος «βιβλιοθήκης». Εκείνη την περίοδο κρινόταν η έκδοση δύο στενών συνεργατών του, στελεχών της MIG, από την Ελλάδα στην Κύπρο.
Ο επιχειρηματίας ηχογράφησε τη συνομιλία που είχε στο γραφείο του με την επιχειρηματία Δ.Μ., έμπιστη φίλη της πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου, η οποία ήταν η αγγελιοφόρος των μηνυμάτων. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας η Δ.Μ. παραδέχεται ότι του μετέφερε αίτημα της Θάνου για «βιβλία» και ότι αν τελικώς ο επιχειρηματίας έδινε τα χρήματα, αυτά θα πήγαιναν απευθείας στην τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ενώ ο γιος της, κατά τη Δ.Μ., θα είχε τον ρόλο του εισπράκτορα.
«Αν, κύριε πρόεδρε, δίνατε οποιαδήποτε χρήματα, θα πήγαιναν σε εκείνη αυστηρά και μόνο σε εκείνη»
Από τη συνομιλία αλλά και από το περιεχόμενο της μηνυτήριας αναφοράς του Βγενόπουλου, το οποίο δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ, αλλά είναι σε θέση να το γνωρίζει το iefimerida, επιβεβαιώνονται πλήρως όσα κατήγγειλε ο επιχειρηματίας. Αποκαλύπτεται, ταυτόχρονα, ένα αποκρουστικό παρασκήνιο διαπλοκής λειτουργών της Δικαιοσύνης με επιχειρηματίες, εκβιαστικών πιέσεων, κατάργησης των ορίων εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας.
Επίσης, ένα παραδικαστικό κύκλωμα, στην κορυφή της πυραμίδας της Δικαιοσύνης, το οποίο άλλοτε δρούσε από κοινού και άλλοτε αλληλοϋπονομευόταν ανάλογα με το προσωπικό συμφέρον του κάθε μέλους του. Η αίσθηση ασυδοσίας και παντοδυναμίας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Θάνου, αν αληθεύουν όσα μετέφερε η Δ.Μ., χρησιμοποίησε ακόμα και το αξίωμα της υπηρεσιακής πρωθυπουργού προκειμένου να αποκομίσει προσωπικά οφέλη.
Ακούστε το ηχητικό:
Διαβάστε ολόκληρη την απομαγνητοφωνημένη συνομιλία.
Πώς στήθηκε ο εκβιασμός
Το 2016 ο Ανδρέας Βγενόπουλος, ο ισχυρός άνδρας της MIG, βρισκόταν στη δίνη ενός δικαστικού κυκλώνα. Η πίεση που δεχόταν ήταν πολύ μεγάλη και προσπαθούσε να την περιγράψει στις δημόσιες τοποθετήσεις του. Εκείνη την εποχή, ελάχιστοι ήταν υποψιασμένοι για όσα συνέβαιναν στη Δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα οι καταγγελίες του επιχειρηματία να πέφτουν στο κενό. Μέχρι που στις 11 Μαΐου του 2016 τράβηξε τη «σκανδάλη». Σε μια συνέντευξη Τύπου, τη δεύτερη που πραγματοποίησε μέσα σε διάστημα δύο μηνών, κατήγγειλε για απόπειρα εκβιασμού την τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου.
Συγκεκριμένα, είχε δηλώσει: «Σήμερα υπέβαλα μηνυτήρια αναφορά στην Εισαγγελία Αθηνών για την πιθανολογούμενη τέλεση σοβαρότατων, αξιόποινων πράξεων, και δη της δωροληψίας υπαλλήλου δικαστικού λειτουργού, εμπορίας επιρροής, απόπειρας εκβίασης, παράβασης καθήκοντος, και τυχόν άλλων. Στις πράξεις αυτές φαίνεται ότι εμπλέκονται η πρόεδρος του Αρείου Πάγου κυρία Βασιλική Θάνου, μια επιχειρηματίας φίλη της και άλλα ενδεχομένως συγγενικά της πρόσωπα».
Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι του ζήτησε μέσω τρίτου προσώπου χρήματα, με τη μέθοδο του βιβλίου. Να τοποθετήσει, δηλαδή, τα χρήματα μέσα σε ένα βιβλίο. «Μου ζητήθηκε μέγεθος βιβλιοθήκης, δηλαδή ένας μεγάλος αριθμός βιβλίων». «Κάτι το οποίο δεν έπραξα», διευκρίνισε.
Ο Βγενόπουλος δεν έδωσε, τότε, πολλές λεπτομέρειες στη δημοσιότητα, επειδή την ίδια ημέρα είχε καταθέσει τη μηνυτήρια αναφορά του κατά της προέδρου του Αρείου Πάγου, στην οποία εξιστορούσε όλα τα γεγονότα του εκβιασμού του, και ανέμενε, όπως είπε, να τα ερευνήσει η Δικαιοσύνη και όχι τα μέσα ενημέρωσης.
Η μηνυτήρια αναφορά Βγενόπουλου
Στη μηνυτήρια αναφορά του, της οποίας έλαβε γνώση το iefimerida, ο επιχειρηματίας αναφέρει ότι η γνωριμία του με τη Δ.Μ. έγινε μέσω ενός κοινού φίλου, αστυνομικού, στις 8 Σεπτεμβρίου του 2014. Εκείνη, η Δ.Μ., προθυμοποιήθηκε να τον φέρει σε επαφή με τη Θάνου. Πράγματι, στις 23 Σεπτεμβρίου η Δ.Μ. «συνοδευόμενη από την κυρία Θάνου ήρθαν να με συναντήσουν στο γραφείο της διοίκησης του νοσοκομείου “Υγεία”, το οποίο ανήκει στον Όμιλο της MIG».
Η Θάνου, που τότε ήταν αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, του είπε ότι μίλησε με τον εισαγγελέα Διαφθοράς Αντώνη Ελευθεριάνο προκειμένου να ολοκληρωθεί το συντομότερο η προκαταρκτική εξέταση ώστε να λήξει η σχεδόν δίχρονη «ομηρία» του. Ο εισαγγελέας δυσφόρησε με την παρέμβαση αυτή, καθώς, όπως λέει ο Βγενόπουλος στην ηχογραφημένη συνομιλία, η Θάνου «τον έβγαλε από μια συνάντηση που ήταν, και φώναζε μετά ο Ελευθεριάνος, το ‘λεγε δεξιά και αριστερά». Και όταν ο επιχειρηματίας τον συνάντησε, προκειμένου να ζητήσει την επίσπευση της διαδικασίας, εκείνος του είπε ότι «τέτοιες πρωτοβουλίες δεν βοηθούν γιατί ο ίδιος και οι συνεργάτες του έχουν και πολλές άλλες υποθέσεις που χειρίζονται και κάνουν ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν».
Την επόμενη ημέρα η Δ.Μ. του μετέφερε μήνυμα ότι η Θάνου «κάτι περιμένει σε αναγνώριση της βοήθειάς της». Ο Βγενόπουλος της έστειλε ένα ασημικό, δώρο για τα Χριστούγεννα.
Έπειτα από μια μακρά περίοδο σιωπής, η Δ.Μ. επανήλθε την παραμονή της ανάληψης των καθηκόντων της Θάνου ως υπηρεσιακής πρωθυπουργού, τον Αύγουστο του 2015. Μετέφερε ξανά μήνυμα της Θάνου, ότι «τώρα που έχει γίνει πρόεδρος του Αρείου Πάγου και υπηρεσιακή πρωθυπουργός», θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικά τον Βγενόπουλο «σε ό,τι επιθυμούσε». Εκείνη την περίοδο του τηλεφώνησε και ο γιος της Θάνου, ο οποίος είναι δικηγόρος. «Μου συστήθηκε ως “γιος της πρωθυπουργού” και μου ζήτησε συνάντηση». Ο επιχειρηματίας προτίμησε να μην τον συναντήσει.
Κατά τη διάρκεια του 2016, ο Βγενόπουλος συναντήθηκε με τη Δ.Μ. στο γραφείο του 17 φορές, όπως προκύπτει από το ημερολόγιό του, και πολλές άλλες συνομίλησαν τηλεφωνικά. Η συνομιλήτριά του τού μετέφερε το περιεχόμενο των καταθέσεων των μαρτύρων στην υπόθεση της πειθαρχικής έρευνας που είχε παραγγείλει η ίδια η Θάνου κατά της εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη, επειδή αρχειοθέτησε σκέλος της υπόθεσης Βγενόπουλου.
Και, επιπλέον, την εκτίμηση της προέδρου του Αρείου Πάγου ότι «η κυρία Τσατάνη έχει πράξει καθ’ όλα νομίμως» και ότι η ίδια έχει ήδη βγάλει επί της ουσίας απόφαση περί αρχειοθέτησης της σχετικής υπόθεσης, αλλά «δεν μπορεί να την ανακοινώσει για να μην εκθέσει τους κ. Τσίπρα και Παπαγγελόπουλο στις τοποθετήσεις που θα έκαναν σε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή (…). Μεταξύ αυτών που μετέφερε η κυρία Μ. για λογαριασμό της κυρίας Θάνου περιλαμβάνονταν και εκφράσεις της κυρίας Θάνου του τύπου “έχω προσπαθήσει να καλύψω τον Παπαγγελόπουλο όσο μπορώ, αλλά τελικά εγώ δεν θα παρανομήσω και θα εκτεθώ για χάρη του” και “πες στον κ. Βγενόπουλο ότι και για τους συνεργάτες του και γι’ αυτή την υπόθεση όλα θα πάνε καλά και ότι εγώ είμαι φίλη του” κ.λπ.».
Λίγες ημέρες προτού συζητηθούν στα αρμόδια τμήματα του Αρείου Πάγου (5 και 6 Απριλίου 2016) οι εφέσεις των συνεργατών του κατά της απόφασης για την έκδοσή τους στην Κύπρο, η Δ.Μ. πήγε στο γραφείο του Βγενόπουλου.
Και συνεχίζει ο Βγενόπουλος στη μηνυτήρια αναφορά: «Μου μετέφερε ότι η κυρία Θάνου θέλει συγκεκριμένα να μάθει αν είμαι διατεθειμένος να ακολουθήσω τη διαδικασία του “βιβλίου”. Όταν τη ρώτησα τι είναι αυτό, μου είπε ότι πρέπει να δείξω την εκτίμησή μου για τη βοήθεια που μου προσφέρει η κυρία Θάνου κάνοντάς της δώρο ένα βιβλίο όπου ανάμεσα στις σελίδες του θα πρέπει να βάλω έναν αριθμό χαρτονομισμάτων. Στην ερώτησή μου πόσα χαρτονομίσματα μπορούν να χωρέσουν σε ένα βιβλίο και για τι ποσό μιλάμε, μου είπε ότι καθ’ υπολογισμόν μπορεί να χωρέσουν 50.000 ευρώ. Στην επόμενη ερώτησή μου ποιος θα παραλάβει το βιβλίο, μου απάντησε ότι παλιά η κυρία Θάνου τα έπαιρνε η ίδια, αλλά τώρα θα το παραλάβει ο γιος της, και ότι η ίδια μεσολαβεί μόνο για να με βοηθήσει και δεν θέλει καμία ανάμειξη». Ο Βγενόπουλος της είπε ότι θα το σκεφτεί εφόσον οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου θα ήταν δίκαιες, προκειμένου να κερδίσει χρόνο και να μη βλάψει τα στελέχη του.
Δύο ημέρες μετά, η Δ.Μ. επισκέφθηκε εκ νέου τον επιχειρηματία και του μετέφερε τις ευχαριστίες της Θάνου για την ανταπόκρισή του στη διαδικασία του «βιβλίου». «Αλλά ήθελε να της πω “το μέγεθος της βιβλιοθήκης που θα της προσέφερα” και ότι η παράδοση της βιβλιοθήκης πρέπει να γίνει προ της συζήτησης των υποθέσεων του Αρείου Πάγου». Εκεί, ο Βγενόπουλος συνειδητοποίησε ότι η Θάνου επιχειρούσε να του αποσπάσει «ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό», όπως αναφέρει στη μηνυτήρια αναφορά και είπε στη Δ.Μ. ότι θα προσφύγει στη Δικαιοσύνη, στηριζόμενος και στη δική της μαρτυρία. Εκείνη τρομοκρατήθηκε, όπως περιγράφει στη μηνυτήρια αναφορά του ο Βγενόπουλος, του είπε ότι η ίδια θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση και δεσμεύτηκε να μεταφέρει τις αντιδράσεις του στην κυρία Θάνου. Όταν τη ρώτησε ποια θα είναι η στάση της αν προχωρούσε σε καταγγελία στη Δικαιοσύνη, η Δ.Μ. του απάντησε ότι δεν μπορούσε να πει την αλήθεια και θα έλεγε ότι τα έβγαζε όλα από το μυαλό της και θα έβγαινε παραμυθατζού. Ταυτόχρονα, όμως, αρνούνταν ότι ζήτησε τα χρήματα για λογαριασμό της και έλεγε ότι θεωρεί ατιμία να στραφεί κατά του Βγενόπουλου. Τελικώς, ο επιχειρηματίας κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά.
Το ισχυρό δίδυμο Παπαγγελόπουλου – Θάνου
Εκείνη την εποχή η κυρία Θάνου ήταν πανίσχυρη στον χώρο της Δικαιοσύνης, και λόγω της θέσης της αλλά και επειδή είχε πολιτική κάλυψη από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Επιπλέον, το διάστημα 27 Αυγούστου-21 Σεπτεμβρίου 2015, κατά την προεκλογική περίοδο μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, διετέλεσε πρωθυπουργός της υπηρεσιακής κυβέρνησης, γεγονός που αύξησε το κύρος της. Στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Θάνου, υπουργός Δικαιοσύνης τοποθετήθηκε ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ο οποίος τότε ήταν υφυπουργός Δικαιοσύνης και μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 αναβαθμίστηκε σε αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ.
Τόσο η Βασιλική Θάνου όσο και ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος προέρχονταν από τη ΝΔ και συνδέονταν με στενή και μακρόχρονη φιλία με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, ο οποίος φρόντισε με τη στάση του στο δημοψήφισμα, αλλά και με άλλους τρόπους, να ξεχρεώσει την προτίμηση που του έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ για το ύπατο αξίωμα. Επίσης, και οι δύο είχαν στενούς δεσμούς με τον Πάνο Καμμένο, τον πρόεδρο των Ανεξάρτητων Ελλήνων, οι οποίοι συγκυβερνούσαν με τον ΣΥΡΙΖΑ.
«Το ξέρω εγώ, η ίδια με είχε πάρει, δεν το άκουσα από ράδιο αρβύλα, και αυτή έβαλε τον Παυλόπουλο… και αυτή έβαλε τον Παπαγγελόπουλο»
Ασχέτως της πορείας του ισχυρού άνδρα της MIG και της τελικής έκβασης των δικαστικών εμπλοκών του, το γεγονός ότι ένας προβεβλημένος επιχειρηματίας κατήγγειλε για εκβιασμό την εν ενεργεία πρόεδρο του Αρείου Πάγου θα έπρεπε να είχε ταρακουνήσει συθέμελα το δικαστικό και το πολιτικό σύστημα. Δεν γίνονται κάθε ημέρα τέτοιες καταγγελίες!
Θα περίμενε κάποιος ότι η «βόμβα» που έσκασε θα οδηγούσε στο δικαστήριο είτε τον επιχειρηματία (για συκοφαντική δυσφήμιση), είτε την πρόεδρο του Αρείου Πάγου (για εκβίαση), είτε τη μεσάζουσα (για απάτη). Ωστόσο, τίποτα δεν έγινε.
Την ώρα που ο επιχειρηματίας παραχωρούσε τη συνέντευξη Τύπου, ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, τον οποίο, επίσης, κατήγγειλε για εναντίον του παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη ο Βγενόπουλος, επισκεπτόταν «για ευχές», όπως δήλωσε αργότερα, την κυρία Θάνου στο γραφείο της. Όταν ρωτήθηκε για τις καταγγελίες, απάντησε «δεν ασχολούμαι με τον κ. Βγενόπουλο».
Η κυρία Θάνου, από την πλευρά της, δήλωσε ότι όσα είπε ο επιχειρηματίας ήταν «αθλιότητες», «ανακριβή», «κατασκευασμένα» και «ανυπόστατα». Και προσέθετε ότι όταν θα ενημερωνόταν για το περιεχόμενο της μηνυτήριας αναφοράς, θα έπραττε τα δέοντα.
Τι απέγινε η μηνυτήρια αναφορά Βγενόπουλου
Ο Βγενόπουλος, πέρα από τις καταγγελίες του, απηύθυνε έκκληση στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να συνεχίσει τη μάχη κατά της διαφθοράς, αλλά όχι στηριζόμενος στα λάθος πρόσωπα. «Σας ερωτώ, κύριε πρωθυπουργέ», είχε πει, «είστε σίγουρος ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος είναι το νέο και άφθαρτο, που μπορεί να πολεμήσει τη διαφθορά και τη διαπλοκή;».
Ο επιχειρηματίας δεν έζησε για να δει την κατάληξη της υπόθεσής του. Απεβίωσε λόγω καρδιακής ανακοπής, τον Νοέμβριο του 2016. Η έρευνα των καταγγελιών του, έπειτα από τη διαδοχική «εξαίρεση» ενός ή δύο εισαγγελέων, ανατέθηκε στην αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Άννα Ζαΐρη. Η Ζαΐρη, πρόσωπο της επιρροής Θάνου, όπως λένε εισαγγελικές πηγές, αρχειοθέτησε τη μηνυτήρια αναφορά με σπουδή που προκάλεσε πολλά ερωτήματα, μέσα σε μόλις 5 ημέρες! Στη συνέχεια τοποθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, στο οποίο προήδρευε η Θάνου, επικεφαλής της Αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, με οριακή πλειοψηφία έξι ψήφων υπέρ και πέντε κατά. Η Θάνου, δέκα ημέρες μετά τη συνταξιοδότησή της, τοποθετήθηκε, στις 10 Ιουλίου 2017, άμισθη προϊσταμένη του Νομικού Γραφείου της Γενικής Γραμματείας του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Η απόφαση αυτή προκάλεσε σάλο και η κυβέρνηση δέχθηκε σκληρή κριτική από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η έρευνα για τα άλλα δύο πρόσωπα που αναφέρονταν στη μηνυτήρια αναφορά του Βγενόπουλου, η οποία επίσης αρχειοθετήθηκε, ανατέθηκε σε άλλον εισαγγελέα, τον Χρήστο Ντζούρα. Είναι ενδιαφέρον ότι ο συγκεκριμένος εισαγγελέας, επίκουρος της εισαγγελέως Διαφθοράς, Ελένης Τουλουπάκη, εμφανίζεται «συμπτωματικά» να έχει ενεργό ρόλο και σε άλλες τρεις υποθέσεις ειδικού ενδιαφέροντος.
Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 2015, μία εβδομάδα πριν από τις εθνικές εκλογές, ταξίδεψε παράνομα και εξωθεσμικά στο Παρίσι, μαζί με άλλους τρεις συναδέλφους του για να συναντήσει τον Ερβέ Φαλτσιανί (λίστα Λαγκάρντ), χωρίς να έχουν ενημερώσει την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Το ταξίδι αυτό έγινε στο πλαίσιο της διερεύνησης της υποτιθέμενης «εγκληματικής οργάνωσης» με στόχο τον επιχειρηματία Σάμπυ Μιωνή και τον δικηγόρο και στέλεχος της ΝΔ Σταύρο Παπασταύρου. Επίσης, ήταν ένας από τους εισαγγελείς που «έθαψαν» τη δικαστική συνδρομή από την Κύπρο που αθώωνε τα δύο παραπάνω πρόσωπα. Ακόμα, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαχείριση του σκανδάλου Novartis.
O Βγενόπουλος είχε αποδείξεις για τον εκβιασμό του
Στην υπόθεση Βγενόπουλου, παρά τις ενδείξεις ότι ενδεχομένως κάτι δεν πήγαινε καλά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε, παρέμενε το ερώτημα αν ο επιχειρηματίας έκανε τις πρωτοφανείς, σχεδόν απίστευτες, καταγγελίες του κινούμενος από απελπισία ή από εκδικητική μανία.
Το ντοκουμέντο που αποκαλύπτει σήμερα το iefimerida δείχνει ότι ο Βγενόπουλος δεν έκανε ούτε άλμα απελπισίας στο κενό, ούτε κάποιον μεγαλειώδη αντιπερισπασμό, σπιλώνοντας μια ανώτατη δικαστική λειτουργό για να θολώσει τα νερά σχετικά με τις υποθέσεις του. Είχε αποδείξεις για τον εκβιασμό του, καθώς κατέγραψε τη συνομιλία που είχε με την επιχειρηματία Δ.Μ., η οποία φαίνεται να λειτουργούσε ως δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα σε εκείνον και στην κυρία Θάνου.
Α.Β.: Ηθελε τα βιβλία από την πρώτη συνάντηση
Δ.Μ.: Ναι, φυσικά. Φυσικά. Και νόμιζε μάλιστα ότι σας το είπα
Α.Β.: Ότι είναι και αυτονόητο
Η αναμόχλευση των γεγονότων εκείνης της περιόδου δεν στοχεύει στην
αποκατάσταση του Βγενόπουλου, αλλά σε κάτι πολύ πιο σημαντικό.
Η περίοδος Θάνου – Παπαγγελόπουλου ήταν από τις χειρότερες της ελληνικής Δικαιοσύνης, μια περίοδος διχασμού, σωρείας πειθαρχικών ελέγχων, ακόμα και απολύσεων δικαστικών λειτουργών, με σκοπό την καθυπόταξη του σώματος. Η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη υπέστη βαρύτατο πλήγμα, καθώς οι πολίτες άκουγαν συνεχώς για σκάνδαλα και έβλεπαν έναν πρωτοφανή πόλεμο ανακοινώσεων ανάμεσα σε δικαστικές ενώσεις, καθώς δεν ήταν όλοι οι δικαστές και εισαγγελείς διατεθειμένοι να σκύψουν το κεφάλι.
Αν το κλίμα αυτό συνδυαστεί με την ασυλία που απολάμβανε το δίδυμο Θάνου – Παπαγγελόπουλου από την τότε κυβέρνηση, η υπόθεση ξεφεύγει από το επίπεδο της προσωπικής περιπέτειας ενός επιχειρηματία και γίνεται ζήτημα δημοκρατίας. Γιατί όταν πάσχει μία από τις τρεις θεμελιώδεις εξουσίες, όταν αλλοιώνονται οι θεσμοί του πολιτεύματος, η δημοκρατία κλονίζεται.
Την ίδια εποχή οι υποθέσεις Μιωνή, Παπασταύρου
Ο εκβιασμός, ο οποίος καταγγέλθηκε το 2016, όχι μόνο δεν διερευνήθηκε, αλλά «κουκουλώθηκε» με συνοπτικές διαδικασίες. Μήπως κάποιοι ένιωθαν ότι βρίσκονται υπεράνω του νόμου; Είναι, άραγε, τυχαίο γεγονός ότι την ίδια περίοδο, τον Μάρτιο του 2016, ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος εκβίασε τον επιχειρηματία Σάμπυ Μιωνή, εντός του Μεγάρου Μαξίμου; Και ότι, δύο μήνες μετά, εξαφανίστηκε από τους εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς (Τουλουπάκη, Ντζούρα, Καλούδη) η δικαστική συνδρομή από την Κύπρο που δικαίωνε τους Παπασταύρο και Μιωνή, η οποία ξαναβρέθηκε, όλως τυχαίως, μόνο μετά την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ;
Σε μια άλλη ηχογραφημένη συνομιλία που έγινε στην Κύπρο, στις 21 Μαΐου, ο τότε υπουργός Επικρατείας, Νίκος Παππάς, παραδέχθηκε στον Ελληνοϊσραηλινό επιχειρηματία ότι «ο Παπαγγελόπουλος έχει τη δική του ατζέντα» και ότι «κάποιοι βγάζουν πολλά λεφτά». Ο Παπαγγελόπουλος, για ένα παρόμοιο αδίκημα με αυτό που περιγράφεται στην ηχογραφημένη συνομιλία που αποκαλύπτει το iefimerida, παραπέμφθηκε από τη Βουλή στο Ειδικό Δικαστήριο. Η κυρία Θάνου δεν θα πρέπει κάποια στιγμή να κληθεί να δώσει εξηγήσεις και να καθαρίσει το όνομά της, καθώς στο ηχητικό ντοκουμέντο εμφανίζεται να έχει χρησιμοποιήσει και σε άλλες περιπτώσεις τη «μέθοδο του βιβλίου»; Διαφορετικά, όσο δεν επέρχεται κάθαρση, αυτές οι υποθέσεις θα στοιχειώνουν το συλλογικό υποσυνείδητο και δεν πρόκειται να κλείσουν ποτέ.
Οι καταγγελίες της Τσατάνη
Στις 11 Μαΐου 2016, ο Βγενόπουλος δημοσιοποίησε τον εκβιασμό του. Λίγο πριν, η εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατάνη είχε καταγγείλει ότι τον Νοέμβριο του 2015 ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος της άσκησε πιέσεις προκειμένου να επιστρέψει τη δικογραφία Βγενόπουλου στην εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς Ελένη Ράικου.
Η καταγγελία της Τσατάνη προκάλεσε σάλο. «Σε συμβουλευτικό δήθεν ύφος, μου συνέστησε (σ.σ.: ο κ. Παπαγγελόπουλος) εκ νέου να επιστρέψω τη δικογραφία που “χειρίζομαι παράνομα” στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς και άμεσα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ξεσπάσει εις βάρος μου άγριος πόλεμος. Χαρακτηριστικά, δε, τόνισε ότι έχω ένα απόστημα που θα σκάσει εις βάρος μου και ότι πρέπει να κάνω Χριστούγεννα με την οικογένειά μου», τονιζόταν στην αναφορά της προς την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη.
Η Τσατάνη είχε πάει με δική της πρωτοβουλία στο γραφείο του κ. Παπαγγελόπουλου, προκειμένου «να λυθούν οι παρανοήσεις» για την παραπάνω υπόθεση. Όπως κατήγγειλε, εκείνος της ζήτησε πιεστικά να επιστρέψει τη δικογραφία στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς, και η παραπάνω συνομιλία έγινε σε τηλεφώνημα που ακολούθησε. Η εισαγγελέας Εφετών αρχειοθέτησε σκέλος της υπόθεσης Βγενόπουλου και αμέσως μετά της ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη από την πρόεδρο του Αρείου Πάγου, η οποία είχε εξοπλιστεί με τις υπερεξουσίες που της έδινε ο νόμος τον οποίο είχε ψηφίσει τον Δεκέμβριο του 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ.
Με βάση αυτές, κίνησε την 1η Μαρτίου πειθαρχική έρευνα κατά της Τσατάνη. Να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος νόμος έδινε στην πρόεδρο του Αρείου Πάγου τη δυνατότητα να προεδρεύει στα συμβούλια που κρίνουν δικαστές και εισαγγελείς. Να μπορεί, δηλαδή, να ζητεί τη διερεύνηση του όποιου παραπτώματος και, επιπλέον, να το δικάζει.
Η Τσατάνη υπέβαλε αίτηση εξαίρεσης της κυρίας Θάνου και η πρόεδρος του Αρείου Πάγου ανέθεσε την υπόθεση στην αντιπρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στενή της φίλη, Ασπασία Καρέλλου. Η ποινή που επιβλήθηκε στην Τσατάνη ήταν στέρηση μισθού 60 ημερών, για τους χειρισμούς στην υπόθεση Βγενόπουλου, οι οποίοι, σύμφωνα με την απόφαση, «δεν συνάδουν με τα καθήκοντα της εισαγγελικής λειτουργού».
Τον Ιούνιο του 2016, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά της, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου παρήγγειλε προκαταρκτική εξέταση για το ΚΕΕΛΠΝΟ και, παράλληλα, ανέσυρε από το αρχείο την υπόθεση Βγενόπουλου, την οποία είχε αρχειοθετήσει η Τσατάνη. Η κίνηση αυτή εξελήφθη ως έμμεση αποδοκιμασία των χειρισμών Τσατάνη.
Ποια ήταν όμως η παρανόηση που ήθελε να λύσει η εισαγγελέας Εφετών και επισκέφθηκε στο γραφείο του τον Παπαγγελόπουλο;
Τον Σεπτέμβριο του 2015, το περιοδικό «Hot Doc», του Κώστα Βαξεβάνη, αποκάλυπτε ότι έγινε «δικαστικό πραξικόπημα στο στάδιο της δίωξης Βγενόπουλου». Το πραξικόπημα ήταν «η καινοφανής πρωτοβουλία της εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη να πάρει από τους εισαγγελείς Διαφθοράς τη δικογραφία με όλα τα στοιχεία για την υπό έλεγχο δραστηριότητα Βγενόπουλου στην Κύπρο και ενώ εκείνοι είχαν φτάσει στο στάδιο της δίωξης».
Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική, καθώς οι εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς ερευνούσαν μόνο το ελληνικό σκέλος των υποθέσεων Βγενόπουλου. Αλλά όταν, τον Νοέμβριο του 2015, ο εισαγγελέας Ιωάννης Αγγελής υπέβαλε αναφορά καταγγέλλοντας μεθοδεύσεις στην έρευνα για τον επιχειρηματία, με βάση στοιχεία από την Κύπρο, η Ελένη Ράικου ζήτησε από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να δώσει την υπόθεση σε άλλον εισαγγελέα επειδή η ίδια δεν μπορούσε να ελέγξει τον αρχαιότερο εκείνης, Αγγελή. Η Κουτζαμάνη ανέθεσε την υπόθεση στην Τσατάνη, που τότε ήταν η αρχαιότερη εισαγγελέας Εφετών, και εκείνη στη συνέχεια ζήτησε να συσχετιστούν άμεσα οι δικογραφίες για το ελληνικό και το κυπριακό σκέλος. Οι εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς μόλις είχαν πάρει τις εξηγήσεις των προσώπων που εμπλέκονταν και δεν είχαν προλάβει ούτε καν να διαβάσουν τα υπομνήματά τους, όχι να ασκήσουν διώξεις, όταν η Τσατάνη πήρε τη δικογραφία από αυτούς.
Η Τσατάνη παρουσιαζόταν στους αναγνώστες του «Hot Doc» ως σύζυγος «πρώην “γαλάζιου” νομάρχη» και μητέρα «της υποψήφιας με τη ΝΔ στο Ηράκλειο Ελένης Γρηγοράκη». Άρα, υπονοούσε το δημοσίευμα, δεν ήταν αμερόληπτη. Εξαιτίας αυτού έγινε η συνάντηση με τον Παπαγγελόπουλο.
Δύο ημέρες μετά το δημοσίευμα στο «Hot Doc», ο Παπαγγελόπουλος δήλωσε στη Βουλή ότι «η σημερινή κυβέρνηση δεν θα δεχθεί δικαστικά πραξικοπήματα!». Οι δημοσιογράφοι απόρησαν σε τι αναφερόταν και εκείνος απάντησε: «Την επόμενη φορά στη Βουλή θα κατονομάσω δημόσια τους πραξικοπηματίες και ο νοών νοείτω!».
Όχι μόνο δεν αποκάλυψε τους πραξικοπηματίες ο Παπαγγελόπουλος, αλλά οκτώ μήνες νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 2016, απαντώντας σε ερώτηση 11 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, κάλυψε πλήρως την κυρία Τσατάνη, πιθανώς επειδή θεώρησε ότι την είχε θέσει υπό τον έλεγχό του. «Εν κατακλείδι», κατέληγε στην απάντησή του, «διευκρινίζεται ότι σε κάθε περίπτωση το υπουργείο Δικαιοσύνης παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή τη δικαστική εξέλιξη όχι μόνο της συγκεκριμένης αλλά και κάθε σοβαρής για το δημόσιο συμφέρον υπόθεσης και πραγματοποιεί τις αναγκαίες ενέργειες στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του». Μόνο που το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν είχε καμιά δουλειά να παρακολουθεί καμία δικαστική υπόθεση, γιατί εκφεύγει των αρμοδιοτήτων του και κυρίως επειδή απαγορεύεται από το Σύνταγμα.
Τον Απρίλιο του 2016, ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης έλεγε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας στη Βουλή ότι ο πειθαρχικός έλεγχος κατά της Τσατάνη δεν έγινε επειδή αρχειοθέτησε την υπόθεση Βγενόπουλου, αλλά επειδή έστειλε επιστολή ο γενικός εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όταν ρωτήθηκε πώς γνώριζε ότι άσκησε πειθαρχική δίωξη η κυρία Θάνου, αφού ως μέλος της κυβέρνησης απαγορευόταν να έχει τέτοια γνώση, απάντησε: «Το έγραψαν οι εφημερίδες».
Ο Παπαγγελόπουλος εισέβαλλε στις συσκέψεις
Κατόπιν, στην προσπάθειά του να εξηγήσει το «σκοτεινό παρασκήνιο», όπως το χαρακτήρισε, γύρω από τη δικογραφία Βγενόπουλου, επέμεινε ότι τα διάβασε όλα στις εφημερίδες. «Σε ποιες;», τον ρώτησε ο Ευάγγελος Βενιζέλος. «Στο “Hot Doc” και στη “Δημοκρατία”», απάντησε. Η εφημερίδα «Documento» δεν υπήρχε τότε. Εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2016 από τον Καλογρίτσα και όταν πέρασε αποκλειστικά στα χέρια του Κώστα Βαξεβάνη έγινε μοχλός επικοινωνιακής επίθεσης κατά των δέκα πολιτικών προσώπων που το όνομά τους σχετίστηκε με την υπόθεση Novartis. Να θυμίσουμε, επίσης, ότι έπειτα από πρωτοσέλιδο του «Documento» εξωθήθηκε σε παραίτηση η εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, Ελένη Ράικου, ώστε να μεθοδευτεί η αντικατάστασή της από την Ελένη Τουλουπάκη. Η «Δημοκρατία», η οποία απηχούσε περισσότερο τις απόψεις Παυλόπουλου – Παπαγγελόπουλου, έπαιξε τον δικό της ρόλο, εκείνη την περίοδο.
Τον Φεβρουάριο του 2020, στην Προκαταρκτική Επιτροπή για το σκάνδαλο Novartis, η Τσατάνη έκανε και άλλες αποκαλύψεις για τον Παπαγγελόπουλο. Είπε ότι ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης εισέβαλλε σε συντονιστικές συναντήσεις των λειτουργών της Δικαιοσύνης και απαιτούσε να λάβει μέρος στις συσκέψεις.
Ειδικότερα, αναφερόμενη στην υπόθεση Βγενόπουλου, περιέγραψε τα εξής: «Ήμασταν σε συντονιστική συνάντηση εισαγγελέων για την εξέλιξη της προκαταρκτικής έρευνας, όταν μπήκε μέσα ο Παπαγγελόπουλος και είπε ότι θα παρακολουθήσει τη σύσκεψη γιατί είχε ενδιαφέρον για την υπόθεση. Του ζήτησα να βγει γιατί δεν είχε δικαίωμα να παρευρίσκεται και μετά από πίεσή μου αποχώρησε». Μετά από αυτό, όπως είπε η Τσατάνη, ξεκίνησαν οι απειλές από τον Κώστα Βαξεβάνη και οι πειθαρχικοί έλεγχοι.
Βομβιστική επίθεση στο σπίτι της Τσατάνη
«Όλες οι παρεμβάσεις τρίτων και του Παπαγγελόπουλου αποσκοπούσαν στο να ασκηθούν διώξεις σε βάρος του Βγενόπουλου, επειδή είχε εμμονή», δήλωσε η κυρία Τσατάνη, η οποία τον Οκτώβριο του 2016 έγινε στόχος βομβιστικής επίθεσης από τους «Πυρήνες της Φωτιάς». «Ό,τι είπε ο Παπαγγελόπουλος για το τι είμαι αναγράφεται επακριβώς στην προκήρυξη των Πυρήνων της Φωτιάς εναντίον μου», πρόσθεσε.
Τόσο ο Παπαγγελόπουλος όσο και η Θάνου αντέδρασαν έντονα στις κατηγορίες που τους απηύθυνε η Τσατάνη. Και οι δύο τής έθεσαν το ερώτημα πώς συμπτωματικά την ίδια ημέρα που κάλεσε σε εξηγήσεις τον Βγενόπουλο, αρχειοθέτησε την υπόθεσή του. Μάλιστα η Θάνου, τον Απρίλιο του 2016, αφού είχε αυτοεξαιρεθεί από τον πειθαρχικό έλεγχο της Τσατάνη, εξέδωσε μια πρωτοφανή για πρόεδρο Ανωτάτου Δικαστηρίου τρισέλιδη ανακοίνωση, στην οποία αναφερόταν σε πρόσωπα τα οποία «παραπλανούν τους Έλληνες πολίτες, προσπαθώντας να κλονίσουν την εμπιστοσύνη τους» προς τον θεσμό και προς το πρόσωπό της. «Προφανώς ενοχλούνται, διότι, με την ενσυνείδητη άσκηση των καθηκόντων μου, εμποδίζω μεγάλα διαπλεκόμενα συμφέροντα», υπογράμμιζε. Πώς παρεμπόδιζε τα μεγάλα διαπλεκόμενα συμφέροντα η πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ποια ήταν αυτά; Κανείς δεν ζήτησε τότε διευκρινίσεις.
Το παιχνίδι με τους Κύπριους
Ας επιστρέψουμε, όμως, στη συνέντευξη Τύπου της 11ης Μαΐου του 2016. Τότε ο Βγενόπουλος είχε πει ότι «η κυρία Θάνου προχώρησε στη δικαστική έρευνα κατά της κυρίας Τσατάνη, κατόπιν επιστολής του υπουργού Δικαιοσύνης της Κύπρου, που όμως αυτή την επιστολή, περιέργως, δεν την απέστειλε στον ομόλογό του, τον κ. Παρασκευόπουλο, αλλά στον αναπληρωτή, τον κ. Παπαγγελόπουλο. Και επίσης κάποια επιστολή του γενικού εισαγγελέα της Κύπρου, περιέργως με ταυτόσημο περιεχόμενο, ο οποίος επίσης δεν την έστειλε στην ομόλογό του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αλλά στην κυρία Θάνου».
«Εμείς στείλαμε επισήμως γράμμα στην κυρία Θάνου για να μάθουμε το περιεχόμενο της επιστολής, διότι έχουμε έννομο συμφέρον να τη γνωρίζουμε. Δεν πήραμε απάντηση, αλλά μετά σκεφτήκαμε και είπαμε “γιατί την ψάχνουμε;”. Πατήσαμε το κουμπί του “Hot Doc” και τη βρήκαμε εκεί», πρόσθεσε ο Βγενόπουλος.
Πηγή: iefimerida.gr