Μέχρι σήμερα παρέμενε ο λιγότερο προβεβλημένος από τα υπόλοιπα μέλη της διάσημης οικογένειας καλλιτεχνών, αλλά, όπως φαίνεται, τώρα ήρθε η δική του σειρά να συστηθεί στο ευρύ κοινό με αφορμή την πρώτη του φωτογραφική έκθεση με τίτλο «Πλην Πυρός». Ο 31χρονος Μιχαήλ Βαρθακούρης μιλάει για τους πρωταγωνιστές της καλλιτεχνικής του έμπνευσης αλλά και της προσωπικής του διαδρομής, που ευτυχώς για εκείνον βρίσκονται μέσα στο σπίτι του.
Gala: Πώς μπήκε η φωτογραφία στη ζωή σου;
Μιχαήλ Βαρθακούρης: Ηταν πριν από περίπου οκτώ χρόνια, όταν με μια προηγούμενη σχέση μου συνηθίζαμε να φωτογραφίζουμε μαζί. Στην πορεία κατάλαβα ότι μου αρέσει η φωτογραφία ως τρόπος καλλιτεχνικής έκφρασης. Και ήταν ο μόνος τρόπος για να εκφραστώ καλλιτεχνικά, γιατί δεν έχω φωνή. Αυτό που λένε για το μήλο ότι θα πέσει κάτω από τη μηλιά στην περίπτωσή μου δεν ισχύει, καθώς έγινα ένα ωραίο… αχλάδι. (γέλια) Οπότε εξέφραζα τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες στη φωτογραφία. Για περίπου πέντε χρόνια έκανα την αγάπη μου για τη φωτογραφία και επάγγελμα. Δούλεψα σε διάφορα sites, έκανα εκδηλώσεις, έχω κάνει και βιντεοκλίπ, έχω κάνει ό,τι μπορείς να φανταστείς. Από γάμους και βαφτίσεις μέχρι εγκαίνια μαγαζιών και μενού εστιατορίων. Ομως αυτός ο οργασμός δουλειάς είχε ως συνέπεια να σκοτώσει μέσα μου το καλλιτεχνικό κομμάτι της φωτογραφίας. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα όλα αυτά. Αρχισα, λοιπόν, πάλι να φωτογραφίζω για μένα. Πράγματα που μου αρέσουν, που με εμπνέουν και διαπίστωσα ότι άρεσαν και στον κόσμο λίγο παραπάνω. Η έκθεση ήρθε, κατά κύριο λόγο, μέσα από την πίεση που μου άσκησε ο κύκλος μου. Μου έλεγαν: «Το ’χεις, προχώρα! Κάν’ το!». Aυτό συνέβαινε τα τελευταία τρία χρόνια, αλλά εγώ δεν ένιωθα ποτέ έτοιμος. Αλλωστε είμαι ο πιο αυστηρός κριτής του εαυτού μου. Φέτος ένιωσα έτοιμος. Είπα ότι είναι η ώρα να το κάνω.
G.: Ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές της έκθεσής σου;
Μ.Β.: Η γυναίκα και η θάλασσα. Λείπει το πυρ, εξ ου και ο τίτλος «Πλην Πυρός». Θέλω αυτός που θα επισκεφτεί την έκθεση, φεύγοντας, να πάρει ένα κομμάτι της ενέργειάς μου. Να φύγει λίγο πιο ήρεμος. Τα εγκαίνια θα γίνουν στις 10 Φεβρουαρίου, ανήμερα της γιορτής του αδελφού μου Χάρη.
G.: Ποια θέση θα έλεγες ότι έχει στη ζωή σου η θάλασσα και ποια η γυναίκα;
Μ.Β.: Η θάλασσα αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου. Οποτε αντιμετωπίζω προβλήματα, στη θάλασσα καταφεύγω. Ακόμα και τώρα, τον χειμώνα, κολυμπάω με κάποιες φίλες μου. Εδώ, λοιπόν, προστίθεται και η γυναίκα. Πηγαίναμε στη θάλασσα με τη φίλη μου, τη Θέμιδα, που είναι και η επιμελήτρια της έκθεσης, και βγάζαμε μαζί φωτογραφίες. Πειραματιζόμασταν. Μου άρεσε πάρα πολύ η ένωση της γυναίκας με τη θάλασσα, η κίνησή της μέσα στο νερό. Ολο αυτό το αέρινο στοιχείο που δεν ανήκει στο νερό.
G.: Φαντάζομαι ότι ως γιος του Γιάννη Πάριου οι περισσότερες παιδικές σου αναμνήσεις είναι συνδεδεμένες με την Πάρο.
Μ.Β.: Κατά κύριο λόγο, ναι. Είναι και ο τόπος διαμονής μου πια. Ο τόπος όπου εργάζομαι. Τα χρήματά μου τα βγάζω πλέον στην Πάρο, έχω το «Mar Azul Resort», στην περιοχή του Αγίου Φωκά Παροικιάς. Η φωτογραφία έρχεται για να καλύψει τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες.
G.: Πώς είναι η ζωή στο νησί;
Μ.Β.: Πολύ καλή, πολύ ποιοτική. Κατεβαίνεις για βόλτα στη Νάουσα και θα πεις 28 καλημέρες! Αυτό δεν το ζεις στην Αθήνα. Στο νησί είναι πιο ανθρώπινα τα πράγματα. Φροντίζει ο ένας τον άλλον. Είναι πιο δεμένοι οι άνθρωποι. Είσαι κοντά στη θάλασσα, κοντά στη φύση.
G.: Είναι αλήθεια ότι είσαι το πιο χαμηλών τόνων μέλος της οικογένειας;
Μ.Β.: Πράγματι, είμαι αρκετά χαμηλών τόνων, αλλά δεν ήμουν πάντα έτσι. Ημουν πολύ ζόρικο παιδί μικρός. Οταν γεννήθηκε ο Νικόλας και άρχισε να μεγαλώνει, ηρέμησα εγώ. Πήρε τη θέση μου. Ακόμα και σήμερα ο Νικόλας είναι αυτός ο εκρηκτικός χαρακτήρας που βλέπουμε και μας αρέσει.
G.: Και είσαι πάντα τόσο χαμηλών τόνων;
Μ.Β.: Τι είμαι εγώ για να μην είμαι χαμηλών τόνων; Επειδή έτυχε να γεννηθώ από έναν πολύ σπουδαίο τραγουδιστή και μια γυναίκα που με ό,τι έχει ασχοληθεί -καλλιτεχνικά και επιχειρηματικά- το έχει κάνει άψογα; Πρέπει να είσαι ταπεινός στη ζωή.
G.: Πώς ήταν να μεγαλώνεις σε μια οικογένεια στην οποία και οι δύο γονείς σου είναι τόσοι αγαπητοί και αναγνωρίσιμοι;
Μ.Β.: Με τη μητέρα μου έχουμε δουλέψει και μαζί. Εχουμε κάνει τηλεόραση για μία σεζόν. Πήγαινα σχολείο από Δευτέρα έως Παρασκευή και τα Σαββατοκύριακα εμφανιζόμουν στην εκπομπή, νομίζω ήταν το «Αυτό μας έλειπε». Μεγαλώνοντας με γονείς την Αλιμπέρτη και τον Πάριο υπήρχαν δύο όψεις στο νόμισμα: η μία ήταν η μαμά και ο μπαμπάς. Η άλλη ήταν αυτό που μεγαλώνοντας μου εξηγούσαν οι άλλοι ποιοι είναι οι γονείς μου. Εμένα μου πήρε χρόνια να καταλάβω πόσο σημαντικοί είναι και οι δύο στις δουλειές τους. Ειδικά ο πατέρας μου. Μπορώ να σου πω όμως πώς ήταν ως γονείς. Ηταν και οι δύο πολύ καλοί. Δεν μας έλεγαν πολλά «όχι», τα απαραίτητα μόνο. Αφησαν τα παιδιά τους να εξελιχθούν και να διαμορφώσουν τις δικές τους προσωπικότητες. Μας δίδαξαν πρωτίστως τον σεβασμό απέναντι σε οτιδήποτε: στον εαυτό μας, στην οικογένεια, στους τρίτους, στη φύση. Τώρα τους θαυμάζω. Μου αρέσει που ο κόσμος έχει να πει μόνο καλά για εκείνους.
G.: Σε δυσκόλεψε να είναι τα φώτα στραμμένα στην οικογένεια ενώ εσύ ήσουν παιδί ή στην εφηβεία σου;
Μ.Β.: Θυμάμαι σκηνικά με παπαράτσι στον δρόμο, στις παραλίες της Πάρου, που ναι μεν ήταν ενοχλητικά, αλλά κυρίως για τους γονείς μου. Δεν θυμάμαι να έχω ενοχληθεί εγώ απ’ όλο αυτό. Αυτό που ίσως με πείραξε είναι που όταν έχεις διάσημους γονείς κάποιος σε κρίνει προτού σε γνωρίσει. Λίγο αυτό. Πολύ λίγο.
G.: Η Σοφία Αλιμπέρτη ζει μόνιμα στην Πάρο. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχει αποσυρθεί απ’ όλα κι έχει ρίξει άγκυρα εκεί…
Μ.Β.: Μαμά, μας λείπεις! Οταν το διαβάσεις, έλα πίσω! (γέλια) Τη θαυμάζω πολύ αυτή τη γυναίκα. Νομίζω πως η μαμά μας μάς έμαθε να είμαστε άνδρες. Μας έμαθε να κυνηγάμε αυτό που μας εμπνέει. Μόνη της μια ζωή εκεί πέρα… Τρομερή μαχήτρια! Αφησε μια ζωή μέσα στη λάμψη, γιατί θα μπορούσε να είναι ακόμα στις επάλξεις, και έφυγε, ρίσκαρε, γιατί στην αρχή ήταν δύσκολα τα πράγματα, αλλά είναι ακόμα εκεί και επιμένει. Τη θαυμάζω πολύ.
G.: Ποια μαγαζιά είναι δικά της στην Πάρο;
Μ.Β.: Εχει το «Amelie» στη Νάουσα, ένα all day bar-cafe με πολύ ωραίο φαγητό, από τα ωραιότερα σούσι που έχω φάει στη ζωή μου. Και έχει ανοίξει και το «Saduk» στην Αντίπαρο, αποκλειστικά με σούσι.
G.: Ζείτε μαζί στην Πάρο;
Μ.Β.: Ναι, ζούμε στο ίδιο σπίτι. Ολοι μαζί: σκυλιά, γατιά, ο Νικόλας, ο θείος, φίλοι, φίλες, οι πάντες. Και μου αρέσει πολύ.
G.: Είναι πολύ ωραίο που δεν έχετε χάσει την αίσθηση της οικογένειας.
Μ.Β.: Για τους έξω η οικογένειά μας είναι μια χωρισμένη οικογένεια, αλλά στην πραγματικότητα έχουμε όλοι μια υπέροχη σχέση μεταξύ μας. Αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Ο ένας σπρώχνει τον άλλον να πάει μπροστά. Υπάρχει κατανόηση.
G.: Ποια στοιχεία του πατέρα και ποια της μητέρας σου πιστεύεις ότι έχεις κληρονομήσει;
Μ.Β.: Το πείσμα της μάνας μου και νομίζω την ταπεινότητα του πατέρα μου. Δυστυχώς, δεν έχω πάρει από εκείνον αυτό που θα έπρεπε… (γέλια) Ομως για τη σπουδαιότητα του έργου του και το ταλέντο του είναι έως και ενοχλητικά ταπεινός.
G.: Με ποια αίσθηση θα ήθελες να φύγει το κοινό από την έκθεσή σου;
Μ.Β.: Θα ήθελα φεύγοντας να με ρωτήσουν πότε θα είναι η επόμενη.
G.: Τι θα ήθελες να σου φέρει ο χρόνος;
Μ.Β.: Να έχουμε την υγεία μας εγώ και οι άνθρωποι που αγαπώ. Σε ό,τι αφορά τη φωτογραφία, θα ήθελα να εκφραστώ όπως μου βγει, χωρίς πίεση. Νομίζω πως η τέχνη απαιτεί τον χρόνο και τον χώρο της.
G.: Εχεις κάνει ποτέ ψυχοθεραπεία;
Μ.Β.: Πολλά χρόνια. Το είχα ανάγκη και το έκανα. Είχα πολλά ψυχοσωματικά. Κοντά στη Γ’ Γυμνασίου, θυμάμαι, έκανε η καρδιά μου μια αρρυθμία, έχασα έναν χτύπο. Ημουν στην Πάρο και δεν θα ξεχάσω αυτή τη μέρα ποτέ στη ζωή μου. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια μετρούσα τους σφυγμούς μου. Τρέχαμε στους γιατρούς, όλοι μου έλεγαν ότι είμαι μια χαρά, αλλά το μυαλό είναι ταυτόχρονα φίλος και εχθρός. Πραγματικά ηρέμησα τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής μου, όταν ξεκίνησα την ψυχοθεραπεία. Είναι το καλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου.
G.: Τι έμαθες για σένα μέσα από τη διαδικασία της ψυχανάλυσης;
Μ.Β.: Να μην παίρνω τα πράγματα τόσο σοβαρά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ανέλυα το καθετί. Ποτέ δεν ήμουν ευχαριστημένος με τον εαυτό μου. Είχα πολλές ανασφάλειες, όπως ότι δεν ήμουν αρκετός. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν αποφάσιζα μια έκθεση τα χρόνια που με προέτρεπαν όλοι να το κάνω. Πάντα σκεφτόμουν ότι ο κόσμος θα πει «το κάνει επειδή είναι αυτός που είναι». Και σήμερα μπορεί να το πουν, απλώς πλέον δεν με νοιάζει.
G.: Αν είχες ένα μαγικό ραβδάκι και μπορούσες να πραγματοποιήσεις τρεις μεγάλες επιθυμίες σου, ποιες θα ήταν;
Μ.Β.: Θα ήθελα να υπάρχει ομόνοια και όχι η διχόνοια, που παρατηρούμε τελευταία στον κόσμο. Να είμαστε πιο αγαπημένοι και δεμένοι μεταξύ μας. Η άλλη μου ευχή είναι να πετύχει ο Νικόλας τα πιο τρελά του όνειρα και η τρίτη θα ήταν να είχα κι άλλες ευχές!
G.: Πιστεύεις στον Θεό;
Μ.Β.: Μικρός είχα μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό. Μίλαγα πάρα πολύ στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Πιστεύω ότι αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι νεότεροι έχουμε ψυχολογικά. Δεν μιλάμε. Οι παλαιότεροι, βλέπε τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, δεν είχαν τέτοια προβλήματα, γιατί είχαν πίστη στον Θεό. Ή οπουδήποτε. Νομίζω πως τα ψυχολογικά μου τα απέκτησα όταν σταμάτησα να εκφράζομαι, να μιλάω, και τα κρατούσα μέσα μου και όλα διογκώνονταν. Από μικρός άκουγα τη μητέρα μου να λέει ότι με έχει τάξει στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, οπότε μου είχε μπει στο υποσυνείδητο και απευθυνόμουν σε εκείνον. Κάθε βράδυ, ως παιδάκι, έκανα την προσευχή μου και ζητούσα από τον Θεό να συγχωρήσει τους γύρω μου που μπορεί να έχουν κάνει κάποια κακή πράξη.
G.: Σήμερα θα ζητούσες από τον Θεό να συγχωρήσει τους γύρω σου;
Μ.Β.: Θα ζητούσα από τους ίδιους να συγχωρήσουν τον εαυτό τους. Είναι το ίδιο αν το σκεφτείς. Οταν μιλάς στον Θεό μιλάς σε σένα. Μιλάς για να το ακούσεις εσύ ο ίδιος.
Πηγή: protothema.gr