Λίγα είναι τα θέματα που έχουν προκαλέσει τόσο έντονη διαμάχη όσο το χρώμα του δέρματος των αρχαίων Ελλήνων. Πέρσι, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο «Forbes», η καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, Sarah Bond, προκάλεσε καταιγισμό σχολίων, επισημαίνοντας ότι πολλά από τα ελληνικά αγάλματα που φαίνονται σ’ εμάς τώρα λευκά στην αρχαιότητα είχαν χρώμα. Αυτό είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός, ωστόσο η Bond δέχτηκε φοβερή online επίθεση επειδή τόλμησε να υπονοήσει ότι ο λόγος για τον οποίο κάποιοι αρέσκονται να σκέφτονται ότι τα ελληνικά αγάλματα είναι κατάλευκα ίσως να έχει σχέση με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Φέτος ήταν η σειρά της νέας τηλεοπτικής σειράς του BBC «Τροία: Η πτώση μιας πόλης» να προκαλέσει οργή, καθώς για τους ρόλους του Αχιλλέα, του Πάτροκλου, του Δία, του Αινεία και άλλων ηρώων προσλήφθηκαν μαύροι ηθοποιοί (ενώ το να χρησιμοποιούν αγγλόφωνους Βορειοευρωπαίους ηθοποιούς θα ήταν λιγότερο αναχρονιστικό).
Το πρότυπο των λευκών Ελλήνων είναι βαθιά ριζωμένο στις δυτικές κοινωνίες. Όπως λέει η Donna Zuckerberg στο βιβλίο της «Not all dead white men» (2018), αυτή η ατζέντα προωθήθηκε με ζήλο από τμήματα του λεγόμενου Αlt-Right κινήματος που θεωρεί εαυτόν κληρονόμο της (υποτιθέμενης) αρρενωπότητας του Ευρωπαίου πολεμιστή. Ο ρατσισμός είναι συναισθηματικός, όχι ορθολογικός. Δεν θέλω να δώσω αξία στις online στρατιές των ανώνυμων τρολ, απαντώντας λεπτομερώς στους ισχυρισμούς τους. Ο στόχος μου σε αυτό το δοκίμιο είναι περισσότερο να εξετάσω το πώς οι ίδιοι οι Έλληνες αντιλαμβάνονταν τις διαφορές στο χρώμα του δέρματος. Οι αντιλήψεις τους, μάλιστα, αποδεικνύουν ξεκάθαρα την παραδοξότητα της σύγχρονης δυτικής εμμονής με την ταξινόμηση των ανθρώπων με βάση το χρώμα του δέρματός τους.
Η «Ιλιάδα» του Ομήρου και η «Οδύσσεια» είναι τα αρχαιότερα σωζόμενα λογοτεχνικά κείμενα γραμμένα στην ελληνική γλώσσα. Είμαστε σίγουροι για την πατρότητα μεγάλου μέρους των έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αλλά ο Όμηρος είναι ακόμα ένα μυστήριο για εμάς, όπως και για τους περισσότερους αρχαίους Έλληνες: ακόμα δεν έχουμε καταλήξει εάν τα έπη ανήκουν σε έναν συγγραφέα ή είναι προϊόν μιας συλλογικής παράδοσης.
Οι Έλληνες της Εποχής του Χαλκού είναι πιθανό να είχαν πιο σκουρόχρωμο δέρμα, μάτια και μαλλιά. Εν πολλοίς, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πιθανότατα γενικά πιο σκουρόχρωμοι σε σχέση με του σύγχρονους Έλληνες. Φυσικά, ήταν και πιο κοντοί: το μέσο ύψος των αρχαίων ελληνικών σκελετών ήταν περίπου 163 cm για τους άνδρες και 153 cm για τις γυναίκες.
Τα έπη έχουν τις ρίζες τους σε αρχαίες προφορικές παραδόσεις, αλλά σταθεροποιήθηκαν στην παρούσα μορφή τους την περίοδο από τον 8ο έως τον 7ο αιώνα π.Χ. Η πολιορκία της Τροίας, το κεντρικό γεγονός του μυθικού κύκλου στον οποίο ανήκουν τα ομηρικά έπη, μπορεί να βασίζεται σε πραγματικό γεγονός που συνέβη την πρώιμη Εποχή του Χαλκού, τον 13ο ή τον 12ο αιώνα π.Χ., μπορεί και όχι.
Ιστορικά μιλώντας, τα έπη είναι ένα αμάλγαμα διαφορετικών χρονικών περιόδων: ορισμένα στοιχεία προέρχονται από τον σύγχρονο των επών κόσμο, τον 8ο αιώνα π.Χ., μερικά είναι αναμνήσεις γεγονότων από την Εποχή του Χαλκού και μερικά (όπως η φράση του Αχιλλέα «αθάνατη δόξα») είναι ριζωμένα σε μια πολύ αρχαία ινδοευρωπαϊκή ποιητική. Υπάρχει, βέβαια, και ένα καθαρόαιμο κομμάτι φαντασίας που όλοι οι Έλληνες αναγνώριζαν: για παράδειγμα, κανείς δεν πίστεψε ποτέ ότι τα άλογα του Αχιλλέα μπορούσαν πραγματικά να μιλήσουν.
Ο Αχιλλέας δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο. Ο ήρωας στο έπος μπορεί να έχει ή να μην έχει «μακρινή συγγένεια» με μια υπαρκτή προσωπικότητα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Ο Αχιλλέας, όπως τον έχουμε εμείς –και οι αρχαίοι Έλληνες– στο μυαλό μας είναι μια μυθική φιγούρα και μια ποιητική δημιουργία. Επομένως, το ερώτημα δεν είναι «πώς έμοιαζε ο Αχιλλέας;» αλλά «πώς τον απεικονίζει ο Όμηρος;».
Εδώ έχουμε μόνο ένα βοηθητικό στοιχείο: στην «Ιλιάδα» αναφέρεται ότι ο Αχιλλέας έχει ξανθά μαλλιά.Η λέξη που χρησιμοποιείται γι’ αυτή την περιγραφή συχνά μεταφράζεται ως «ξανθός», καθοδηγώντας αυστηρά τη σύγχρονη φαντασία. Η μετάφραση, ωστόσο, μπορεί να είναι παραπλανητική. Όπως καθίσταται σαφές στο δοκίμιο της Maria Michel Sassi για το Aeon, το ελληνικό λεξιλόγιο για τα χρώματα δεν βρίσκει πάντα ακριβείς αντιστοιχίες με αυτό της σύγχρονης αγγλικής γλώσσας. Η λέξη «ξανθός» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για πράγματα που εμείς θα περιγράφαμε ως «καφέ», «κοκκινωπά», «κίτρινα» ή «χρυσά».
Πίσω από αυτό το φαινομενικά απλό ερώτημα, δηλαδή πώς μεταφράζουμε μία μόνο λέξη από την αρχαία στη σύγχρονη γλώσσα, κρύβεται μια τεράστια συζήτηση, φιλοσοφικού αλλά και πιο πρακτικού, καθημερινού επιπέδου, που απασχολεί τους μελετητές παραπάνω από έναν αιώνα τώρα: «Οι διαφορετικοί πολιτισμοί αντιλαμβάνονται και αρθρώνουν τα χρώματα με διαφορετικούς τρόπους;» Αυτό δεν είναι ένα ερώτημα που μπορούμε να εξετάσουμε εδώ, αλλά είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι πρώιμοι ελληνικοί χρωματικοί όροι έχουν βρεθεί στο επίκεντρο αυτών των συζητήσεων (από τότε που ο Βρετανός πρωθυπουργός William Gladstone, ένας ενθουσιώδης ερασιτέχνης κλασικιστής, πήρε θέση για το ζήτημα τέλη του 19ου αιώνα).
Στα σύγχρονα μάτια το αρχικό ελληνικό λεξιλόγιο για τα χρώματα ήταν πραγματικά περίεργο. Για παράδειγμα, η λέξη «αργός» χρησιμοποιείται για πράγματα που θα ονομάζαμε λευκά αλλά και για κεραυνούς και ωκύποδα σκυλιά. Φαίνεται πως δεν αναφέρεται μόνο στο χρώμα αλλά και σε ένα είδος αστραπιαίας ταχύτητας. Η λέξη «χλωρός» (όπως και η «χλωροφύλλη») χρησιμοποιείται για την πράσινη βλάστηση αλλά και για την άμμο σε μια ακτή, για τα δάκρυα και το αίμα και για τη χλωμή όψη του δέρματος κάποιου που έχει τρομοκρατηθεί. Ένας μελετητής την περιγράφει ως τη σύλληψη της «καρπερής ζωτικότητας των υγρών πραγμάτων που φυτρώνουν»: το χρώμα είναι πρασινωπό σίγουρα, αλλά εκπροσωπεί μόνο μία πτυχή της λέξης και μπορεί εύκολα να παραβλεφθεί.
Η λέξη «ξανθός» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για πράγματα που εμείς θα περιγράφαμε ως «καφέ», «κοκκινωπά», «κίτρινα» ή «χρυσά».
Παραδόξως, μερικοί πρώιμοι ελληνικοί όροι για το χρώμα υποδεικνύουν επίσης έντονη κίνηση. Ο ίδιος μελετητής επισημαίνει ότι η λέξη «ξανθός» είναι ετυμολογικά συνδεδεμένη με μια άλλη, το «ξούθος», που υποδηλώνει μια ταχεία, δονούμενη κίνηση. Έτσι, ενώ το «ξανθός» παραπέμπει σίγουρα σε μαλλιά «καστανά προς ξανθά», το επίθετο περιγράφει επίσης τα περίφημα γρήγορα πόδια του Αχιλλέα και τη συναισθηματική του αστάθεια. Όταν λέμε ότι ο Οδυσσέας έχει «μαύρο δέρμα», κάλλιστα μπορεί κάποιος να κάνει άμεσα τη σύνδεση με τη σκληρή, υπαίθρια ζωή που βίωνε στη «βραχώδη Ιθάκη».
Ας δούμε άλλο ένα παράδειγμα, το οποίο θα αποτελέσει έκπληξη για όσους έχουν στο μυαλό τους τους ομηρικούς Έλληνες κατάλευκους. Στην «Οδύσσεια» αναφέρεται πως η Αθηνά αλλάζει την εμφάνιση του Οδυσσέα με μαγικό τρόπο: «Απέκτησε μαύρο δέρμα (μελαγχροιὴς) και οι τρίχες του έγιναν μπλε (κυαναί) γύρω από το πηγούνι του». Σε δύο άλλες περιπτώσεις, όπου τον ομορφαίνει, αναφέρεται ότι κάνει τα μαλλιά του «σγουρά, παρόμοια με το λουλούδι του υάκινθου». Το να μεταφράσεις τη λέξη «κυανός» (η ρίζα του αγγλικού «cyan») ως «μπλε», όπως έκανα εγώ εδώ, είναι εκ πρώτης όψεως λίγο ανόητο: οι περισσότεροι μεταφραστές λένε ότι σημαίνει «σκούρος». Αλλά δεδομένου του συνηθισμένου χρώματος των υακίνθων, μήπως είχε μπλε μαλλιά τελικά; Ποιος ξέρει;
Αυτό, όμως, είναι άλλο ένα παράδειγμα του πόσο διαφορετικοί είναι οι ομηρικοί χρωματικοί συνδυασμοί. Σαν να μην έφταναν αυτά, προηγουμένως στο έπος αναφέρεται ότι τα μαλλιά του είναι ξανθά, ακριβώς όπως του Αχιλλέα. Οι σχολιαστές θεωρούν ότι αυτό χρησιμοποιείται μερικές φορές για να γίνει αναφορά στα γκρίζα μαλλιά (κάτι που αποδεικνύει ακόμα περισσότερο ότι το «ξανθός» δεν σημαίνει μόνο «ξανθά μαλλιά»).
Και το «μαύρο δέρμα»; Ήταν ο Οδυσσέας πράγματι μαύρος; Ή ήταν «μαυρισμένος»; Γι’ ακόμα μία φορά παρατηρούμε πώς διαφορετικές μεταφράσεις παρακινούν τους σύγχρονους αναγνώστες να φανταστούν αυτούς τους ήρωες με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Αλλά για να κατανοήσουμε το ομηρικό κείμενο, πρέπει να απομακρυνθούμε από τον σύγχρονο τρόπο σκέψης. Το μαύρο δέρμα του Οδυσσέα, όπως και τα ξανθά μαλλιά του Αχιλλέα, δεν προορίζεται να ενταχθεί στις σύγχρονες φυλετικές κατηγορίες αλλά φέρει αρχαία ποιητικά σχήματα.
Σε ένα άλλο σημείο της «Οδύσσειας» μαθαίνουμε για τον αγαπημένο σύντροφο του Οδυσσέα, τον Ευρυβάτη, ο οποίος είχε «κυρτές πλάτες, μαύρο δέρμα (μελαγχροιὴς) και σγουρά μαλλιά… Ο Οδυσσέας τον σεβόταν πιο πολύ από τους άλλους συντρόφους του, επειδή το μυαλό τους δούλευε με τον ίδιο τρόπο». Το τελευταίο κομμάτι είναι το κρίσιμο σημείο: το μυαλό τους δουλεύει με τον ίδιο τρόπο, πιθανότατα επειδή ο Ευρυβάτης και ο Οδυσσέας είναι και οι δύο πανούργοι. Πράγματι, το μαύρο και η πανουργία συσχετίζονται και αλλού στην αρχαία ελληνική σκέψη.
Το «μαύρο» (μέλας) και το «λευκό» είναι επίσης πολύ σημαντικοί όροι με βάση το φύλο: οι γυναίκες δέχονται επαίνους επειδή είναι «λευκοχέρες», αλλά οι άνδρες ποτέ. Αυτή η διαφοροποίηση απεικονίζεται στις συμβάσεις της ελληνικής (και της αιγυπτιακής) τέχνης, όπου βλέπουμε συχνά τις γυναίκες με πιο ανοιχτόχρωμο δέρμα από τους άνδρες. Το να αποκαλέσει κάποιος έναν Έλληνα «λευκό» ήταν σαν εννοεί ότι είναι θηλυπρεπής. Αντίθετα, όταν λέμε ότι ο Οδυσσέας είχε μαύρο δέρμα κάλλιστα τον συνδέουμε με τη σκληρή ζωή της Ιθάκης.
Οι γυναίκες δέχονται επαίνους επειδή είναι «λευκοχέρες», αλλά οι άνδρες ποτέ. Το να αποκαλέσει κάποιος έναν Έλληνα «λευκό» ήταν σαν εννοεί ότι είναι θηλυπρεπής.
Επομένως, όταν αναρωτιόμαστε αν ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας ήταν λευκοί ή μαύροι, μάλλον δεν διαβάζουμε σωστά τον Όμηρο. Οι χρωματικοί του όροι δεν έχουν στόχο να κατηγοριοποιήσουν τους ανθρώπους φυλετικά αλλά να συμβάλουν στον χαρακτηρισμό τους, χρησιμοποιώντας λεπτά ποιητικά σχήματα που εξανεμίζονται εάν διαλέξουμε το «ξανθό» αντί του «καφέ», το «μαυρισμένο» αντί του «μαύρου» (και αντίστροφα).
Οι Έλληνες δεν αντιλαμβάνονταν τον κόσμο βάσει φυλετικού διαχωρισμού σε μαύρο και λευκό: αυτή είναι μια παράξενη εκτροπή του σύγχρονου δυτικού κόσμου, προϊόν πολλών διαφορετικών ιστορικών δυνάμεων, αλλά κυρίως του διατλαντικού εμπορίου σκλάβων και των πιο σκληρών πτυχών της φυλετικής θεωρίας του 19ου αιώνα. Κανείς στην Ελλάδα ή στη Ρώμη δεν μίλησε ποτέ για λευκό ή μαύρο γένος. Οι Έλληνες σίγουρα είχαν διαπιστώσει τις διαφορετικές αποχρώσεις του δέρματος, όπως είναι φυσικό, και διαφοροποιήθηκαν από λαούς της Αφρικής και της Ινδίας που είχαν πιο σκουρόχρωμο δέρμα, μερικές φορές με επιθετικά υποτιμητικούς όρους που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ρατσιστικούς.
Διαφοροποιήθηκαν επίσης και από τους πιο ανοιχτόχρωμους λαούς του Βορρά (βλέπε Ιπποκράτους, «Περί Αέρων, Υδάτων, Τόπων»). Οι Έλληνες γενικά δεν αυτοχαρακτηρίζονταν «λευκοί».
Ο Ξενοφώντας, στο έργο του «Κύρου Ανάβασις», στον απολογισμό της υποχώρησης ενός μισθοφορικού στρατού μέσω της σημερινής κεντρικής Τουρκίας, περιγράφει τη συνάντηση με έναν περίεργο λαό που ρώτησε αν μπορούσε να έχει δημόσια σεξουαλική επαφή με τις γυναίκες που συνόδευαν τον ελληνικό στρατό. Αυτό δεν ήταν το πιο περίεργο γι’ αυτούς: «Όλοι ήταν λευκοί, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες». Το ότι ήταν λευκοί, ιδιαίτερα οι άνδρες, ήταν στα μάτια του Ξενοφώντα ένα σημάδι της «ξενότητας» αυτού του λαού.
Μπορούμε να προσθέσουμε ότι οι σύγχρονοι γενετιστές βρίσκουν την ταξινόμηση βάσει του χρώματος του δέρματος αναποτελεσματική, και μάλιστα αποφεύγουν τον όρο «φυλή» (μια ανούσια κατηγορία από βιολογικής απόψεως). Υπάρχει μικρή σχετικά γενετική διαφορά μεταξύ των πληθυσμών διαφορετικών ηπείρων και τα επίπεδα χρώματος του δέρματος είναι πολύ κακό κριτήριο για τον εντοπισμό γενικών γενετικών συγγενικών χαρακτηριστικών. Η διάκριση ανάμεσα στους «μαύρους» αφρικανικούς και στους «λευκούς» ευρωπαϊκούς λαούς, λοιπόν, δεν είναι ούτε ελληνικής ούτε βιολογικής προέλευσης.
Αυτός, φυσικά, δεν είναι ο μόνος τρόπος να εξετάσουμε το ζήτημα. Ας το θέσουμε σε διαφορετική βάση: στα ομηρικά έπη απαντούν άνθρωποι που εμείς θα περιγράφαμε ως μαύρους Αφρικανούς; Τους φανταζόντουσαν στην Τροία; Να θυμήσουμε ότι τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν είναι εύκολο να ορίσουμε την Ελλάδα γεωγραφικά (δηλαδή γύρω στον 8ο αιώνα π.Χ.). Οι Έλληνες ίδρυαν αποικίες σε όλη τη Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένων της Βόρειας Αφρικής και του Δέλτα του Νείλου.
Το εμπόριο με την Αίγυπτο έκανε τους Έλληνες να δανειστούν αυτά που σήμερα θεωρούμε αναμφισβήτητα ελληνικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, όπως η μνημειακή αρχιτεκτονική των ναών και τα αγάλματα που είναι γνωστά ως κούροι. Τα θαλάσσια ταξίδια του Οδυσσέα που περιγράφονται στην «Οδύσσεια» συλλαμβάνουν το περιπετειώδες πνεύμα εκείνης της εποχής – μάλιστα, σε μερικές περιπτώσεις αναφέρονται ταξίδια στην Αίγυπτο (αν και η ομηρική γεωγραφία δεν είναι πάντα ακριβής). Η Αίγυπτος, βέβαια, ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό ένα πλούσιο και εντυπωσιακά αρχαίο κράτος και στο πέρασμα των αιώνων άσκησε ισχυρή έλξη στους Έλληνες, ακόμα και στο επίπεδο του φαντασιακού.
Στο άνω (δηλαδή νότιο) τμήμα της κοιλάδας του Νείλου, το σημερινό Σουδάν, βρισκόταν ένας άλλος μεγαλοπρεπής πολιτισμός, γνωστός ως Βασίλειο των Κους, Μεροϊτικό Βασίλειο και Νουβία. Οι Έλληνες κατέληξαν να ονομάσουν αυτό το μέρος «Αιθιοπία», που ίσως σημαίνει «γη των ανθρώπων με ηλιοκαμένη όψη». Οι Αιθίοπες, αρκετές φορές, αναφερόμενοι στα ομηρικά έπη, εννοούν έναν ευσεβή, δίκαιο λαό, ευνοούμενο των θεών, ο οποίος τους επισκέπτεται και τρώνε μαζί σε ένα μακρινό μέρος «ανάμεσα στο ηλιοβασίλεμα και την αυγή».
Στην «Οδύσσεια» ο Μενέλαος ισχυρίζεται ότι τους έχει επισκεφθεί. Δυστυχώς, δεν υπάρχει περιγραφή του πώς έμοιαζαν αυτοί οι άνθρωποι και δεδομένου ότι λέγεται πως ζούσαν στη μακρινή Ανατολή και στη μακρινή Δύση, κοντά στον ωκεανό, ίσως δεν είχαν καμία σχέση με την Αφρική (η αίσθηση της γεωγραφίας στον Όμηρο, ειδικά των απομακρυσμένων περιοχών, είναι πολύ ασαφής, γι’ αυτό θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως στα έπη η Αφρική ίσως και να τοποθετείται στη Δύση).
Οι μεταομηρικές αναφορές, ωστόσο, τοποθετούν τους Αιθίοπες σταθερά στην Αφρική, συνήθως στην περιοχή του σύγχρονου Σουδάν. Για παράδειγμα, ο φιλόσοφος Ξενοφάνης, τον 6ο αιώνα, τους αναφέρει ως «μαύρους με επίπεδες μύτες».
Οι πρώιμες αγγειογραφίες είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθούν ως τεκμήριο, καθώς όλες οι μορφές είναι μαύρες, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους.
Γιατί αυτό είναι σχετικό με τον Όμηρο; Επειδή η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια» αποτελούν τμήμα μιας μυθικής ακολουθίας που περιλαμβάνει το έργο «Αιθιοπίς» του Αρκτίνου, «το ποίημα για τον Αιθίοπα», το οποίο πιάνει την ιστορία εκεί απ’ όπου την άφησε η «Ιλιάδα», δηλαδή αμέσως μετά την ταφή του κορυφαίου Τρώα, του Έκτορα. Οι Τρώες, έχοντας χάσει τον καλύτερο πολεμιστή τους, φέρνουν αμέσως ενισχύσεις από μακρινές χώρες. Πρώτα την Πενθεσίλεια και τις Αμαζόνες και στη συνέχεια τον Μέμνονα και τους Αιθίοπες. Και οι δύο είναι μεγάλες, ηρωικές φιγούρες που νικήθηκαν από τον Αχιλλέα. Στον Μέμνονα χαρίστηκε αθανασία μετά τον θάνατό του. Έτσι, το κρίσιμο ερώτημα τώρα είναι: ο Μέμνονας και οι άντρες του γίνονταν αντιληπτοί ως μαύροι;
Και πάλι, η ιστορία είναι μπερδεμένη. Οι Αιθίοπες δεν επιβιώνουν και, μολονότι έχουμε μια περίληψη από έναν μεταγενέστερο συγγραφέα, δεν μας λέει τίποτα για την εθνότητα των Αιθιόπων. Πάντως, μια πολύ μεταγενέστερη ποιητική αναπαράσταση της ιστορίας από τον επικό ποιητή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Κόιντο τον Σμυρναίο (3ος αιώνας π.Χ.), που συνήθως θεωρείται παραδοσιακός, ακολουθώντας σε αυτό τον Αρκτίνο, περιγράφει τους Αιθίοπες στην Τροία ως μαύρους.
Την πρώιμη περίοδο, όμως, η εικόνα είναι συγκεχυμένη. Οι αγγειογραφίες είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθούν ως τεκμήριο, καθώς όλες οι μορφές είναι μαύρες, ανεξαρτήτως εθνικότητας (λόγω της λεγόμενης «μελανόμορφης» τεχνικής που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι). Σε μία περίπτωση από τον 6ο αιώνα π.Χ. βρίσκουμε έναν βαριά οπλισμένο (και ως εκ τούτου αθέατο στο μάτι του θεατή) Μέμνονα που πλαισιώνεται από δύο εμφανώς Αφρικανούς «ακολούθους».
Όταν έρχεται ο ερυθρόμορφος ρυθμός στην Αθήνα, γύρω στο 530 π.Χ., βρίσκουμε δύο αγγειογραφίες που παρουσιάζουν τον Μέμνονα χρωματικά πανομοιότυπο με τους Έλληνες. Υπάρχουν όμως και αγγεία που δείχνουν μυθικούς μαχητές με (διογκωμένα) αφρικανικά χαρακτηριστικά, αλλά δεν είμαστε σίγουροι αν πρόκειται για τον Μέμνονα και τους πολεμιστές του. Είναι δύσκολο να φανταστείς ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι. Αλλά ακόμα και αν δεν είναι ο Μέμνων, αυτό είναι απόδειξη ότι οι Έλληνες μπορούσαν να τοποθετήσουν Αφρικανούς σε σκηνές μυθικών μαχών.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. αρχίζουμε να έχουμε πιο λεπτομερείς αφηγήσεις σε λογοτεχνικές πηγές. Ορισμένοι αναπαριστούν τον Μέμνονα ως Πέρση, αντικατοπτρίζοντας ίσως την επιρροή των Περσικών Πολέμων, οι οποίοι διεξήχθησαν την περίοδο 490-472 π.Χ. Βρίσκουμε όμως και τον Αφρικανό Μέμνονα: ένα απόσπασμα από τον Αισχύλο, πιθανώς από το έργο του «Μέμνων», λέει: «Έχω μάθει σίγουρα και γνωρίζω ότι μπορώ να μιλήσω για την καταγωγή του [Μέμνονα] ως από τη γη της Αιθιοπίας, από την οποία ο επτάστομος Νείλος κυλάει το γόνιμο ρεύμα του με υπερχείλιση αφθονίας». Η φράση υποδηλώνει ότι ο ομιλητής γνωρίζει πως αντικρούει μια εναλλακτική παράδοση σχετικά με την καταγωγή του Μέμνονα (πιθανώς την περσική).
Άρα, μπορεί να μη γνωρίζουμε με ασφάλεια αν ο Όμηρος ή ο Αρκτίνος θα τοποθετούσαν Αφρικανούς πολεμιστές στην Τροία, ωστόσο μεταγενέστερα υπήρξαν σίγουρα Έλληνες που το έκαναν. Έχω την αίσθηση ότι οι Αιθίοπες του Αρκτίνου ήταν μαύροι Αφρικανοί (αν και ο ίδιος ο Μέμνονας θα μπορούσε να μην είναι). Σίγουρα πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος που η ομηρική ασάφεια σχετικά με την τοποθεσία της Αιθιοπίας μετατράπηκε τόσο γρήγορα στη βεβαιότητα ότι βρισκόταν στην Αφρική και ένα μεγάλο έπος θα μπορούσε να παράσχει τις αποδείξεις.
Η παρουσία μαύρων Αφρικανών στο πεδίο της μάχης στην Τροία, τουλάχιστον στο μυαλό κάποιων αρχαίων Ελλήνων, θα μπορούσε να μειώσει δραστικά την πιθανότητα οι ίδιες οι ελληνικές δυνάμεις να συμπεριλάμβαναν πολεμιστές τους οποίους σήμερα θα αποκαλούσαμε μαύρους.
Μετά απ’ όλα αυτά, το θέμα είναι αν μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για το παρουσιαστικό των Ελλήνων. Εδώ πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, επειδή υπάρχουν πολλές παγίδες. Οι άνθρωποι, συχνά, αναφερόμενοι στους αρχαίους Έλληνες, τους χαρακτηρίζουν με μεγάλη ευκολία «Ευρωπαίους», σαν να είναι αυτονόητη η σημασία αυτού του όρου. Η «Ευρώπη» όμως είναι μια ιστορική δομή, όχι ένα φυσικό δεδομένο. Η ελληνική γλώσσα ανήκει, βεβαίως, στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια που συνδέει τα ιρλανδικά (Δύση) με τα σανσκριτικά (Ινδία) μέσω της αρμενικής, της περσικής και πολλών άλλων γλωσσών, αλλά ας μη μας παραπλανά το συνθετικό «-ευρωπαϊκή»: δεν σημαίνει ότι όσοι μιλούν μια γλώσσα που εντοπίζεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι οπωσδήποτε Ευρωπαίοι και το «ινδο-» δεν τους κάνει Ινδούς.
Οι άποικοι της ελληνικής χερσονήσου μετανάστευσαν σε αυτήν από την Ανατολή. Από πολιτισμικής άποψης, η αρχαία ελληνική κουλτούρα καθορίστηκε από τα θαλάσσια ταξίδια και οι περισσότερες από τις συναλλαγές τους γίνονταν με τους παράκτιους λαούς της ανατολικής Μεσογείου. Οι σημαντικότερες αλληλεπιδράσεις τους στην πρώιμη φάση για την οποία συζητάμε ήταν με τους σημιτικούς λαούς (Φοίνικες και Βαβυλώνιους) και τους Αιγυπτίους.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ελάχιστο, ή και καθόλου, ενδιαφέρον για το μεγαλύτερο μέρος αυτού που σήμερα θεωρείται «Ευρώπη», την ενδοχώρα και τις μη μεσογειακές περιοχές στα βορειοδυτικά. Αυτό, φυσικά, δεν σχετίζεται άμεσα με το παρουσιαστικό των Ελλήνων γενικά αλλά είναι μια υπενθύμιση ότι η λέξη «ευρωπαϊκός» δεν έχει να κάνει με την αρχαία ιστορία και είναι πιθανό να μας παραπλανήσει.
Οποιαδήποτε προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα «πώς έμοιαζαν οι αρχαίοι Έλληνες» πρέπει να γίνει με την καθοδήγηση της γενετικής έρευνας, όχι με υποθέσεις. Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε πέρσι στο περιοδικό «Nature» ανέλυε το DNA 19 ατόμων από την ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη. Οι αρχικοί κάτοχοι του DNA ζούσαν πολύ πριν από την περίοδο που εξετάζουμε, μεταξύ του 2900 -1200 π.Χ. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης, ωστόσο, σχετίζονται και με τη μεταγενέστερη εποχή και έδειξαν ότι υπήρχε ευρεία γενετική συνέχεια μεταξύ των Ελλήνων της μινωικής περιόδου (στη μελέτη ως το 2900-1700 π.Χ.) και των Ελλήνων της σημερινής εποχής.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται πως η καταγωγή των Ελλήνων της μινωικής περιόδου «ανάγεται τουλάχιστον κατά τα τρία τέταρτα στους πρώτους νεολιθικούς αγρότες της δυτικής Ανατολίας και του Αιγαίου και το μεγαλύτερο κομμάτι της μεταγενέστερης περιόδου στους αρχαίους πληθυσμούς που σχετίζονται με εκείνους του Καυκάσου και του Ιράν». Το DNA από τη μυκηναϊκή περίοδο (1700-1200 π.Χ.) είχε νέα γενετική εισροή από την ευρασιατική στέπα ή την Αρμενία.
Ταυτόχρονα, όμως, η μελέτη προειδοποιεί ότι ο ελληνικός πληθυσμός δεν είναι απομονωμένος. Παράλληλα με την ευρεία συνέχεια, δείχνει τα διαπερατά όρια του ελληνικού κόσμου. Αυτό το φαινόμενο πρέπει να εντάθηκε την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (δηλαδή όταν άρχισαν να διαμορφώνονται τα ομηρικά έπη), μια εποχή κατά την οποία παρατηρούνταν αυξημένες μετακινήσεις πληθυσμών.
Το συμπέρασμα είναι ότι μπορούμε να είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν παρόμοιο γονότυπο και φαινότυπο με αυτόν των σύγχρονων Ελλήνων. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες επιφυλάξεις. Οι Έλληνες της Εποχής του Χαλκού είναι πιθανό να είχαν πιο σκουρόχρωμο δέρμα, μάτια και μαλλιά.
Εν πολλοίς, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πιθανότατα γενικά πιο σκουρόχρωμοι σε σχέση με του σύγχρονους Έλληνες (γεγονός το οποίο, παρεμπιπτόντως, φωτίζει με ενδιαφέροντα τρόπο τον Οδυσσέα και τον Ευρυβάτη του Ομήρου με το «μαύρο δέρμα»).
Φυσικά, ήταν και πιο κοντοί: το μέσο ύψος των αρχαίων ελληνικών σκελετών ήταν περίπου 163 cm για τους άνδρες και 153 cm για τις γυναίκες. Επίσης, τον καιρό που γράφτηκαν τα ομηρικά έπη είναι πιθανό να υπήρχε μεγαλύτερη διακύμανση σε ατομικό επίπεδο απ’ ό,τι την εποχή της μελέτης, λόγω της έκτασης της ελληνικής εμβέλειας σε όλη τη Μεσόγειο και τη βόρεια Αφρική και του ενδεχόμενου μετανάστευσης και επιμειξιών. Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Έλληνες πολεμιστές που φανταζόταν ο Όμηρος δεν μοιάζουν πολύ με τον David Gyasi (ο Αχιλλέας στη σειρά του BBC) αλλά ούτε και με τον Brad Pitt (τον Αχιλλέα στην ταινία του Χόλιγουντ «Τροία»).
Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να ορίσουμε και να περιγράψουμε τα χρώματα συχνά θεωρούνται προφανείς και η χρήση τους μας έρχεται με φυσικό τρόπο γιατί το οπτικό νεύρο έχει προσαρμοστεί αναλόγως. Πιστεύουμε ότι τα χρώματα που βλέπουμε είναι εγγεγραμμένα σε μια τάξη πραγμάτων. Σε φυσιολογικό επίπεδο, πράγματι, αυτό μπορεί να ισχύει. Αλλά όταν ο εγκέφαλος μπαίνει στη διαδικασία της κατανόησης αυτών των νευρολογικών σημάτων, τότε αναπόφευκτα αρχίζουμε να χρησιμοποιούμε τις κατηγορίες στις οποίες έχουμε συνηθίσει. Καταφεύγοντας στο παρελθόν και εκπαιδεύοντας τον εαυτό μας να κοιτάζει με τα μάτια άλλων πολιτισμών, σχετικοποιούμε τις εννοιολογικές κατηγορίες που έχουμε κληρονομήσει, αναγνωρίζοντας ότι δεν είναι απόλυτες.
Η ειρωνεία είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες, που τόσο συχνά στην Ευρώπη και στη βόρεια Αμερική θεωρούνται αυτονόητα λευκοί, θα είχαν μείνει κατάπληκτοι με αυτή την αντίληψη.
____________
To άρθρο μεταφράστηκε για το LIFO.gr από την Σοφία Σταθοπούλου και αναδημοσιεύεται με την άδεια του aeon. Ο Tim Whitmarsh είναι καθηγητής Ελληνικού Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και έχει εργαστεί στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Έξετερ. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τον τίτλο «Battling the Gods: Atheism in the Ancient World» (2015).