Ο Αντίνοος ήταν Έλληνας νέος από τη Βιθυνία και ερωμένος του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού. Θεοποιήθηκε μετά το θάνατό του και λατρευόταν τόσο στην Ελληνική Ανατολή όσο και στη Λατινική Δύση, μερικές φορές ως θεός και μερικές φορές απλώς ως ήρωας.
Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του Αντίνοου, αν και είναι γνωστό ότι γεννήθηκε στην Κλαυδιόπολη (σημερινό Μπολού της Τουρκίας), στη Ρωμαϊκή επαρχία της Βιθυνίας. Πιθανότατα γνωρίστηκε με τον Αδριανό το 123, πριν μεταφερθεί στην Ιταλία για περαιτέρω εκπαίδευση. Από το 128 είχε γίνει ο αγαπημένος του Αδριανού, όταν πήρε μέρος σε μια Αυτοκρατορική περιοδεία ως μέρος της προσωπικής του ακολουθίας. Ο Αντίνοος συνόδευσε τον Αδριανό και στα Ελευσίνια Μυστήρια και ήταν μαζί του όταν σκότωσε το μαρουσιανό λιοντάρι στη Λιβύη. Τον Οκτώβριο του 130, καθώς έπλεε με ένα στολίσκο κατά μήκος του Νείλου, ο Αντίνοος πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες για το θάνατο του, από τυχαίο πνιγμό ως ανθρώπινη θυσία.
Μετά τον θάνατό του, ο Αδριανός θεοποίησε τον Αντίνοο και ίδρυσε μια οργανωμένη θρησκεία αφιερωμένη στη λατρεία του που εξαπλώθηκε σε όλη την αυτοκρατορία. Ίδρυσε την πόλη της Αντινόπολης κοντά στον τόπο θανάτου του Αντίνοου, η οποία έγινε πολιτιστικό κέντρο για τη λατρεία του Οσίρη-Αντίνοου. Ίδρυσε επίσης παιχνίδια για τον εορτασμό της μνήμης του που λάμβαναν χώρα τόσο στην Αντινόπολη όσο και στην Αθήνα, με τον Αντίνοο να γίνεται σύμβολο του οράματος του Αδριανού για το Πανελλήνιο.
Ο Αντίνοος συσχετίστηκε με την ομοφυλοφιλία στη δυτική κουλτούρα, εμφανιζόμενος σε έργα του Όσκαρ Γουάιλντ και του Φερνάντο Πεσόα.
Παιδική ηλικία
Η κλασικίστρια Caroline Vout σημείωσε ότι τα περισσότερα από τα κείμενα που ασχολούνται με τη βιογραφία του Αντίνοου δεν μπαίνουν σε λεπτομέρειες, σχολιάζοντας έτσι ότι «η αναδόμηση μιας λεπτομερούς βιογραφίας δεν είναι δυνατή» Ο ιστορικός Thorsten Opper σημείωσε ότι «σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό για τη ζωή του Αντίνοου, και το γεγονός ότι οι πηγές μας γίνονται πιο λεπτομερείς με την πάροδο του χρόνου σημαίνει ότι δεν είναι αξιόπιστες». Ο βιογράφος του Αντίνοου Royston Lambert, συμφωνεί σχολιάζοντας ότι οι πληροφορίες για αυτόν «μολύνονταν πάντα από απόσταση, μερικές φορές από προκαταλήψεις και από τους ανησυχητικούς αλλά και περίεργους τρόπους με τους οποίους μας μεταδόθηκαν οι κύριες πηγές».
Είναι γνωστό ότι ο Αντίνοος γεννήθηκε σε ελληνική οικογένεια στην πόλη της Κλαυδιόπολης, η οποία βρισκόταν στη ρωμαϊκή επαρχία της Βιθυνίας στην σημερινή βορειοδυτική Τουρκία. Το έτος γέννησης του Αντίνοου δεν καταγράφεται, αν και εκτιμάται ότι πιθανότατα ήταν μεταξύ 110 και 112 μ.Χ. Οι πρώτες πηγές καταγράφουν ότι τα γενέθλιά του ήταν το Νοέμβριο και παρόλο που δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία, ο Lambert ισχυρίστηκε ότι ήταν πιθανότατα στις 27 Νοεμβρίου. Δεδομένου του τόπου γέννησής του και της φυσικής του εμφάνισης, είναι πιθανό ότι μέρος της καταγωγής του δεν ήταν ελληνικό.
Υπάρχουν διάφορες πιθανές ρίζες για το όνομα του. Είναι πιθανό ότι πήρε το όνομά του από τον χαρακτήρα του Αντίνοου, ο οποίος είναι ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης στην Οδύσσεια. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι του δόθηκε το ανδρικό ισοδύναμο της Αντινόης, μιας γυναίκας που ήταν μια από τις ιδρυτικές μορφές της Μαντίνειας, η οποία είχε στενές σχέσεις με τη Βιθυνία. Παρόλο που πολλοί ιστορικοί από την Αναγέννηση και μετά ισχυρίστηκαν ότι ο Αντίνοος ήταν σκλάβος, μόνο μία από τις πενήντα πηγές αναφέρει κάτι τέτοιο. Μια τέτοια υπόθεση παραμένει απίθανη, καθώς η κοινωνική ανέλιξη ενός σκλάβου θα ήταν πολύ αμφιλεγόμενη για την ρωμαϊκή κοινωνία. Δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που να αποδεικνύουν το οικογενειακό υπόβαθρο του Αντίνοου, αν και ο Lambert πίστευε ότι πιθανότατα η οικογένειά του ήταν αγρότες ή ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, με μεσαία κοινωνική θέση. Ο Lambert θεωρούσε επίσης πιθανό ότι ο Αντίνοος είχε μια βασική εκπαίδευση ως παιδί, έχοντας διδαχθεί πώς να διαβάζει και να γράφει.
Η ζωή με τον Αδριανό
Ο αυτοκράτορας Αδριανός πέρασε πολύ χρόνο περιοδεύοντας την αυτοκρατορία του, και έφτασε στην Κλαυδιόπολη τον Ιούνιο του 123. Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά τον Αντίνοο. Λαμβάνοντας υπόψη την προσωπικότητα του Αδριανού, ο Lambert πιστεύει ότι ήταν απίθανο να έγιναν εραστές σε αυτό το σημείο, κι όχι κατά τη φοίτησή του στο αυτοκρατορικό παιδαγωγείο. Ο Αδριανός συνέχισε να περιοδεύει στην Αυτοκρατορία, επιστρέφοντας στην Ιταλία το Σεπτέμβριο του 125, όταν εγκαταστάθηκε στη βίλα του στο Τιβούρ. Ήταν κάποια στιγμή τα επόμενα τρία χρόνια που ο Αντίνοος έγινε ο ερωμένος του.
Ο γάμος του Αδριανού με τη Σαμπίνα ήταν δυστυχισμένος και δεν υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις ότι ο αυτοκράτορας εξέφραζε σεξουαλική έλξη για τις γυναίκες, σε αντίθεση με πολύ αξιόπιστες αποδείξεις που δείχνουν ότι προσελκυόταν σεξουαλικά από αγόρια και νεαρούς άνδρες. Ο Αδριανός πήρε τον Αντίνοο ως ερωμένο όταν ο ίδιος ήταν ηλικίας περίπου 48 ετών και ο Αντίνοος 13 ετών. Ο κοινωνικός θεσμός της παιδεραστίας δεν ήταν γηγενής στον ρωμαϊκό πολιτισμό παρόλο που η αμφιφυλοφιλία ήταν ο κανόνας στα ανώτερα κλιμάκια της ρωμαϊκής κοινωνίας από τις αρχές του 2ου αιώνα.
Είναι γνωστό ότι ο Αδριανός πίστευε ότι ο Αντίνοος ήταν έξυπνος και σοφός, κάτι που εξηγεί ίσως μέρος της έλξης του γι’ αυτόν. Ένας άλλος παράγοντας ήταν η κοινή τους αγάπη για το κυνήγι, που θεωρούνταν μια ιδιαίτερα ανδρική ενασχόληση στη ρωμαϊκή κουλτούρα. Είναι γνωστό ότι ο Αδριανός έγραψε τόσο αυτοβιογραφίες όσο και ερωτική ποίηση για τα αγαπημένα του αγόρια. Είναι επομένως πιθανό ότι έγραψε και για τον Αντίνοο. Οι πηγές είναι ξεκάθαρες ότι η σχέση μεταξύ Αδριανού και Αντίνοου ήταν σεξουαλική. Κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο Αντίνοος χρησιμοποίησε ποτέ την επιρροή του στον Αδριανό για προσωπικό ή πολιτικό όφελος.
Τον Μάρτιο του 127, ο Αδριανός – πιθανώς συνοδευόμενος από τον Αντίνοο – ταξίδεψε στην περιοχή Σαμπίνε της Ιταλίας, στο Πικένουμ και στην Καμπανία. Από το 127 έως το 129 ο αυτοκράτορας προσεβλήθη από μια ασθένεια που οι γιατροί δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν. Τον Απρίλιο του 128 ξεκίνησε το χτίσιμο ενός ναού της Αφροδίτης στη Ρώμη, με τη συνοδεία του Αντίνοου. Από εκεί, έκαναν μαζί μια περιοδεία στη Βόρεια Αφρική. Στα τέλη του 128 ο Αδριανός και ο Αντίνοος βρέθηκαν στην Κόρινθο κι από εκεί στην Αθήνα, όπου παρέμειναν μέχρι τον Μάιο του 129. Στην Αθήνα παρακολούθησαν τους ετήσιους εορτασμούς των Μεγάλων Μυστηρίων της Ελευσίνας, όπου ο Αδριανός μυήθηκε στη θέση του επόπτη στο Τελεστήριο.
Από εκεί κατευθύνθηκαν στη Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκαν στην Αντιόχεια τον Ιούνιο του 129, όπου έμειναν για ένα χρόνο. Επισκέφτηκαν τη Συρία, την Αραβία και την Ιουδαία. Εκεί, ο Αδριανός άρχισε να γίνεται όλο και πιο επικριτικός προς τον εβραϊκό πολιτισμό και έτσι εισήγαγε πολιτικές που απαγορεύσαν την περιτομή αλλά και την κατασκευή ναών του Δία πάνω από εβραϊκούς ναούς. Αργότερα κατευθύνθηκαν στην Αίγυπτο. Φτάνοντας στην Αλεξάνδρεια τον Αύγουστο του 130 επισκέφτηκαν τη σαρκοφάγο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αν και καλωσορίστηκαν με δημοσίους επαίνους και τελετές κάποιες από τις ενέργειες του Αδριανού εξόργισαν την ελληνική κοινωνική ελίτ της πόλης, η οποία άρχισε να κουτσομπολεύει για τις σεξουαλικές του δραστηριότητες.
Λίγο αργότερα, το Σεπτέμβριο του 130, ο Αδριανός και ο Αντίνοος ταξίδεψαν δυτικά στη Λιβύη, όπου είχαν ακούσει ότι ένα λιοντάρι προκαλούσε προβλήματα στους ντόπιους. Κυνήγησαν το λιοντάρι, και παρόλο που τα ακριβή γεγονότα είναι ασαφή, είναι προφανές ότι ο Αδριανός έσωσε τη ζωή του Αντίνοου κατά τη διάρκεια της μάχης του με αυτό, προτού σκοτώσει το ίδιο το θηρίο. Ο Αδριανός δημοσίευσε ευρέως το γεγονός, αναθέτοντας σε ιστορικούς να γράψουν γι’ αυτό. Ο ποιητής Πανκράτης έγραψε ένα ποίημα γιαβτο ηρωϊκό αυτο κατόρθωμα ενώ ένα γλυπτό που απεικονίζει τη σκηνή τοποθετήθηκε στην Αψίδα του Κωνσταντίνου.
Θάνατος
Στα τέλη Σεπτεμβρίου ή στις αρχές Οκτωβρίου 130, ο Αδριανός και η συνοδεία του, μεταξύ των οποίων και ο Αντίνοος, συγκεντρώθηκαν στην Ηλιούπολη για να πλεύσουν κατά μήκος του ποταμού Νείλου. Σταμάτησαν στην Ερμούπολη Μεγίστη, στο ιερό του θεού Θόθ. Λίγο αργότερα, την περίοδο της γιορτής του Όσιρι, ο Αντίνοος έπεσε στο ποτάμι και πέθανε, πιθανώς από πνιγμό. Ο Αδριανός ανακοίνωσε δημοσίως τον θάνατό του. Γρήγορα, κουτσομπολιά άρχισαν να εξαπλώνονται σε όλη την Αυτοκρατορία ότι ο Αντίνοος δολοφονήθηκε. Ο θάνατος του Αντίνοου παραμένει ένα μυστήριο μέχρι σήμερα, και είναι πιθανό ότι ο ίδιος ο Αδριανός δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια. Ωστόσο, έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες.
Μια θεωρία λέει ότι δολοφονήθηκε μετά από συνωμοσία της αυλής του αυτοκράτορα. Ωστόσο, ο Lambert ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν απίθανο επειδή δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο που να το αποδεικνύει και επειδή ο ίδιος ο Αντίνοος ασκούσε φαινομενικά μικρή επιρροή στον Αδριανό, πράγμα που σημαίνει ότι μια δολοφονία δεν εξυπηρετούσε κανένα σκοπό. Μια άλλη θεωρία λέει ότι ο Αντίνοος πέθανε κατά τη διάρκεια εθελοντικού ευνουχισμού ως μέρος μιας προσπάθειας να διατηρήσει τη νιότη του και, συνεπώς, τη σεξουαλική εύνοια του Αδριανού. Ωστόσο και αυτό είναι απίθανο, διότι ο Αδριανός πίστευε ότι ο ευνουχισμός και η περιτομή είναι βρωμιά και εξ άλλου ο Αντίνοος ήταν ηλικίας μεταξύ 18 και 20 ετών. Μια τρίτη πιθανότητα είναι ότι ο θάνατος ήταν τυχαίος και ότι ο Αντίνοος πνίγηκε επειδή είχε μεθύσει.
Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι ο Αντίνοος έπεσε θύμα ανθρώπινης θυσίας. Τα πρώτα στοιχεία που σώζονται για αυτό προέρχονται από τα κείμενα του Dio Cassius, που γράφτηκαν 80 χρόνια μετά τον θάνατο του Αντίνοου. Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του δεύτερου αιώνα, η πεποίθηση ότι ο θάνατος κάποιου θα μπορούσε να αναζωογονήσει την υγεία ενός άλλου ήταν ευρέως διαδεδομένη και ο Αδριανός ήταν άρρωστος για πολλά χρόνια. Σε αυτό το σενάριο, ο Αντίνοος θα μπορούσε να είχε θυσιαστεί με την πεποίθηση να ανακάμψει η υγεία του Ανδριανού. Εναλλακτικά, στην αιγυπτιακή παράδοση θεωρήθηκε ότι οι θυσίες αγοριών στο Νείλο, ιδίως κατά τη διάρκεια της γιορτής του Όσιρι εξασφάλιζαν ότι ο ποταμός θα πλημμύριζε πλήρως και θα γονιμοποιούσε την κοιλάδα. Σε αυτήν την περίπτωση, ο Αδριανός ίσως να μην είχε αποκαλύψει την αιτία του θανάτου του Αντίνoου, επειδή δεν ήθελε να εμφανιστεί είτε σωματικά και πολιτικά αδύναμος.
Θεοποίηση και λατρεία του Αντίνοου
Ο Αδριανός συνταράχθηκε από το θάνατο του Αντίνοου και πιθανότατα βίωσε έντονες τύψεις. Στην Αίγυπτο, ο τοπικός ιερέας θεοποίησε αμέσως τον Αντίνοο ταυτίζοντάς τον με τον Όσιρι λόγω του τρόπου θανάτου του. Σύμφωνα με το αιγυπτιακό έθιμο, το σώμα του Αντίνοου μουμιοποιήθηκε από ιερείς, μια μακρά διαδικασία που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί ο Αδριανός παρέμεινε στην Αίγυπτο μέχρι την άνοιξη του 131. Τον Οκτώβριο του 130 ο Αδριανός ανακήρυξε τον Αντίνοο θεότητα και ανακοίνωσε ότι μια πόλη θα πρέπει να χτιστεί στον τόπο του θανάτου του σε ανάμνηση του. Η θεοποίηση των ανθρώπων δεν ήταν ασυνήθιστη στον κλασικό κόσμο, ωστόσο η δημόσια και επίσημη θεοποίηση των ανθρώπων προοριζόταν για τον αυτοκράτορα και τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Έτσι, η απόφαση του Αδριανού να κηρύξει τον Αντίνοο θεό και να δημιουργήσει μια επίσημη λατρεία αφιερωμένη σε αυτόν ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη, και το έκανε χωρίς την άδεια της Γερουσίας. Αν και η λατρεία του Αντίνοου συνδεόταν με την αυτοκρατορική λατρεία, παρέμεινε ξεχωριστή. Ο Αδριανός έδωσε επίσης το όνομα «Αντίνοος» σε ένα αστέρι και ονόμασε τον ρόδινο λωτό που μεγάλωνε στις όχθες του Νείλου ως «το λουλούδι του Αντίνοου».
Είναι άγνωστο πού ακριβώς θάφτηκε το σώμα του Αντίνου. Έχει υποστηριχθεί ότι είτε το σώμα του είτε κάποια λείψανα που σχετίζονται με αυτόν έχουν ενταφιαστεί σε ένα ιερό στην Αντινόπολη, αν και το ιερό δεν έχει ακόμη εντοπιστεί. Ωστόσο, ένας οβελίσκος περιέχει μια επιγραφή που υποδηλώνει ότι το σώμα του Αντίνοου έχει θαφτεί στο κτήμα του Αδριανού, στη Βίλα Αντριάνα στο Τιβούρ της Ιταλίας.
Τον Οκτώβριο του 131 ο Ανδριανός ίδρυσε το Πανελλήνιο, μια προσπάθεια να προωθήσει την ελληνική αυτοσυνείδηση και να ενώσει τις ελληνικές πόλεις-κράτη. Όντας και ο ίδιος Έλληνας, ο θεός Αντίνοος βοήθησε τον Αδριανό σε αυτό, αντιπροσωπεύοντας ένα σύμβολο πανελλήνιας ενότητας. Στην Αθήνα, ο Αδριανός δημιούργησε επίσης μια γιορτή που θα γινόταν προς τιμήν του Αντίνοου τον Οκτώβριο, τα Αντίνια.
Ο Αντίνοος κατανοήθηκε διαφορετικά από τους διάφορους λατρευτές του. Σε μερικές επιγραφές αναγνωρίζεται ως θεϊκός ήρωας, σε άλλους ως θεός, και σε άλλες ως ήρωας. Οι επιγραφές δείχνουν ότι ο Αντίνοος θεωρήθηκε πρωτίστως ως καλοκάγαθη θεότητα, που βοηθούσε τους πιστούς. Θεωρήθηκε επίσης ως κατακτητής του θανάτου, με το όνομα και το πρόσωπο του να συμπεριλαμβάνεται συχνά σε φέρετρα.
Η εξάπλωση της λατρείας
Ο Αδριανός ήθελε να διαδώσει τη λατρεία του Αντίνοου σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επικεντρώθηκε στην εξάπλωσή της στα ελληνικά εδάφη, και το καλοκαίρι του 131 ταξίδεψε αυτές τις περιοχές παρουσιάζοντας τον Αντίνοο ως ίσο του Ερμή. Σε μια επίσκεψη του στην Τραπεζούντα το 131, κήρυξε την ίδρυση ενός ναού αφιερωμένου στον Ερμή- Αντίνοο. Αν και ο Αδριανός προτίμησε να συσχετίσει τον Αντίνοο με τον Ερμή, αυτός ταυτίστηκε περισσότερο με τον θεό Διόνυσο. Η λατρεία εξαπλώθηκε επίσης στην Αίγυπτο, και μέσα σε λίγα χρόνια από την ίδρυσή της, ανεγέρθηκαν βωμοί και ναοί προς τιμήν του στην Ερμούπολη, την Αλεξάνδρεια, τον Οξυρύνχο, την Τεβύτνη, τη Λυκόπολη και το Λούξορ.
Η λατρεία του Αντίνοου δεν έγινε ποτέ τόσο μεγάλη όσο εκείνη των καθιερωμένων θεών όπως ο Δίας, ο Διόνυσος, η Δήμητρα ή ο Ασκληπιός και ήταν μικρότερη από την επίσημη αυτοκρατορική λατρεία του ίδιου του Αδριανού. Ωστόσο, κατάφερε να εξαπλωθεί σε όλη την αυτοκρατορία, με ίχνη λατρείας να έχουν βρεθεί σε τουλάχιστον 70 πόλεις, αν και η ισχύς της ήταν πολύ μεγαλύτερη σε ορισμένες περιοχές από άλλες. Παρόλο που η υιοθέτηση της λατρείας έγινε σε ορισμένες περιπτώσεις αποκλειστικά για την ευχαρίστηση του Αδριανού, τα στοιχεία καθιστούν σαφές ότι η λατρεία ήταν πραγματικά δημοφιλής μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων στην αυτοκρατορία. Μέρος της γοητείας της ήταν ότι ο Αντίνοος υπήρξε θνητός, και ως εκ τούτου ήταν πιο προσιτός από πολλές άλλες θεότητες. Πολλά παιδιά πήραν το όνομα του στην Αίγυπτο, την Αθήνα, την Μακεδονία και την Ιταλία.
Κατασκευάστηκαν τουλάχιστον 28 ναοί για τη λατρεία του Αντίνοου σε όλη την Αυτοκρατορία, αν και οι περισσότεροι ήταν αρκετά μέτριοι ως προς το σχεδιασμό. Είναι πιθανό ότι οι ναοί στους οποίους είχε εμπλακεί άμεσα ο Αδριανός, όπως στην Αντίνοπολη, το Βιθύνιο και τη Μαντινερία, ήταν συχνά μεγαλύτεροι, ενώ στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, τα ιερά και οι βωμοί του Αντίνοου είχαν ανεγερθεί μέσα ή κοντά στους προϋπάρχοντες ναούς του Διονύσου και του Ερμή. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι προσκυνητές πρόσφεραν φαγητό και ποτό στην Αίγυπτο και ίσως έκαναν θυσίες στην Ελλάδα. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ύπαρξης μαντείων σε πολλούς ναούς του Αντίνοου.
Τα γλυπτά του Αντίνοου διαδόθηκαν ευρέως, με τον Αδριανό πιθανότατα να έχει εγκρίνει ένα βασικό μοντέλο για να ακολουθήσουν οι γλύπτες. Αυτά τα γλυπτά παρήχθησαν σε μεγάλες ποσότητες μεταξύ του 130- 138 μ.Χ, με εκτιμήσεις να ανέρχονται στις 2000, εκ των οποίων τουλάχιστον τα 115 σώζονται ως σήμερα. 44 βρέθηκαν στην Ιταλία, τα μισά από τα οποία βρίσκονταν στη Βίλα Αντριάνα, ενώ 12 βρέθηκαν στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία και 6 στην Αίγυπτο. Πάνω από 31 πόλεις της Αυτοκρατορίας, εξέδωσαν νομίσματα που απεικονίζουν τον Αντίνοο, κυρίως μεταξύ των ετών 134–35 μ.Χ. Πολλά σχεδιάστηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως μενταγιόν και όχι ως νομίσματα, μερικά από αυτά εσκεμμένα φτιάχτηκαν με μια τρύπα, έτσι ώστε να μπορούν να κρεμαστούν από το λαιμό και να χρησιμοποιηθούν ως φυλαχτά. Η παραγωγή αντικειμένων με θέμα τον Αντίνοο σταμάτησε μετά τη δεκαετία του 130, αν και τέτοια αντικείμενα συνέχισαν να χρησιμοποιούνται από τους οπαδούς της λατρείας του για αρκετούς αιώνες.
Οι αγώνες που πραγματοποιήθηκαν προς τιμήν του περιελάμβαναν αθλητικά και καλλιτεχνικά στοιχεία. Οι αγώνες των Βυθίων, της Αντινόπολης και της Μαντινείας συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές του τρίτου αιώνα, ενώ οι αγώνες στην Αθήνα και την Ελευσίνα λειτουργούσαν ως το 266–67 μ.Χ. Οι φήμες εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία ότι στο θρησκευτικό κέντρο του Αντίνοου στην Αντινόπολη, υπήρχαν «ιερές νύχτες» που χαρακτηρίζονται από οινοποσία και ίσως σεξουαλικά όργια.
Καταδίκη και παρακμή
Η λατρεία του Αντίνοου επικρίθηκε από πολλούς, τόσο ειδωλολάτρες όσο και χριστιανούς. Στους επικριτές περιλαμβάνονταν οπαδοί άλλων ειδωλολατρικών λατρειών, όπως ο Παυσανίας, ο Λουκιανός και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, που ήταν δύσπιστοι ως προς την θεοποίηση του Αντίνοου, καθώς και οι Σιβυλλινοί μάντεις, που ήταν επικριτικοί απέναντι στον Αδριανό. Ο ειδωλολάτρης φιλόσοφος Κέλσος την επέκρινε επίσης για αυτό που αντιλαμβανόταν ως την ακόλαστη φύση των Aιγυπτίων οπαδών της, υποστηρίζοντας ότι οδηγούσε τους ανθρώπους σε ανήθικη συμπεριφορά. Επιζώντα παραδείγματα χριστιανικής καταδίκης του Αντίνοου προέρχονται από μορφές όπως ο Τερτουλιανός, ο Όριγκεν, ο Τζερόμ και ο Επιφάνιος. Θεωρώντας τη θρησκεία ως βλάσφημο αντίπαλο του Χριστιανισμού, επέμειναν ότι ο Αντίνοος ήταν απλώς ένας θνητός άνθρωπος και καταδίκασαν τις σεξουαλικές του δραστηριότητες με τον Αδριανό ως ανήθικες. Συνδέοντας τη λατρεία του με κακόβουλη μαγεία, υποστήριξαν ότι ο Αδριανός είχε επιβάλει τη λατρεία του Αντίνοο μέσω του φόβου.
Κατά τη διάρκεια των αντιπαραθέσεων μεταξύ χριστιανών και ειδωλολατρών στη Ρώμη κατά τον τέταρτο αιώνα μ.Χ., την λατρεία του Αντίνοου υπερασπίστηκαν οι ειδωλολάτρες. Ως αποτέλεσμα αυτού, ο χριστιανός ποιητής Προυδέντιος καταδίκασε τη λατρεία το 384. Πολλά γλυπτά του Αντίνοου καταστράφηκαν από χριστιανούς, καθώς και από την εισβολή βαρβάρων φυλών, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις ανακατασκευάστηκαν αργότερα. Το άγαλμα του Αντίνοου στους Δελφούς καταστράφηκε, αλλά ανακατασκευάστηκε σε ένα παρεκκλήσι σε άλλη περιοχή. Πολλές από τις απεικονίσεις του Αντίνοου παρέμειναν σε δημόσιους χώρους μέχρι την επίσημη απαγόρευση των μη χριστιανικών ειδωλολατρικών θρησκειών από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το 391.
Πηγή: mikropragmata.lifo.gr