Οι καλικάντζαροι του Δωδεκαήμερου – από δοξασίες και ιστορίες της παλιάς Ιερισσού.
Κείμενο : Αλκιβιάδης Κούμαρος
Δημοσιεύθηκε στο 4ο τεύχος του “Κυττάρου Ιερισσού”.
“Μια φωτογραφία της παλιάς γραφικής Ιερισσού μου έφερε στο νου ένα σωρό αναμνήσεις λες και ήταν θαμμένες μέσα μου. Ήλθε η σκέψη μου στην παιδική μου ηλικία που ζούσα σε εκείνο το παλιό χωριό. Το χωριό των πολύτεκνων, των διψασμένων, των φτωχών, αγράμματων, κατά μεγάλο ποσοστό κατοίκων. Το χωριό των στενών και σκοτεινών σοκακιών, που τις ασέληνες νύχτες γέμιζαν με φαντάσματα, στοιχειά, κακές νεράιδες, στρίγες και καλικάτζαροι.
Αυτοί οι καλικάτζαροι βγαίναν από το βάθος της γης τα Χριστούγεννα και επέστρεφαν του Σταυρού (Θεοφάνεια). Μας τους παρουσίαζαν σαν μικρά ανθρωπάκια με μεγάλα αυτιά και μακριές ουρές.
Ήταν τα πειραχτήρια!
Ανέβαιναν πάνω στις σκεπές, και ρίχνανε καπνιές από τις καμινάδες μέσα στις κατσαρόλες, την ώρα που μαγειρεύονταν τα γιορτινά φαγητά.
Όλες οι νοικοκυρές μάζευαν στάχτη και την έριχναν γύρω από τα σπίτια για να μην μπορούν να μπουν μέσα. Αυτά όμως τα πειραχτήρια, πηδούσαν από στέγη σε στέγη και από τις καμινάδες κατουρούσαν τα λουκάνικα που στέγνωναν μέσα στα τζάκια (τα λουκάνικα. κατά το στέγνωμα έβγαζαν ένα υγρό. Αυτό λέγαν πως ήταν τα ούρα του καλικάτζαρου). Αυτά τα λουκάνικα δεν τρώγονταν ποτέ πριν τα Θεοφάνεια έπρεπε πρώτα να τα φωτίσει ο παπάς.
Την παραμονή των Φώτων, του Σταυρού, ήταν μεγάλη νηστεία. Βγαίναν οι παπάδες με τα πετραχήλια, κρατώντας στο ένα χέρι το μπακρατσούδ’ με τον αγιασμό και στο άλλο ένα μικρό μπουκέτο βασιλικό. Γυρνούσαν όλα τα σπίτια του χωριού και “ράντιζαν” ανθρώπους και λουκάνικα. Εμείς φιλούσαμε το σταυρό και ρίχναμε στο μπακρατσούδ’ κάτι δεκάρες ή μισή δραχμή. Φεύγοντας, όσοι νοικοκύρηδες μπορούσαν, έδιναν και στον παπά ένα λουκάνικο.
Με τον αγιασμό των Φώτων εξαφανίζονταν οι καλικάτζαροι.”