Το DNA που εντοπίστηκε στην Ανταρκτική δεν το έχουμε συναντήσει έως σήμερα
Μορφές βακτηριακής ζωής που δεν είχαμε δει έως σήμερα έφερε στο φως η έρευνα Ρώσων επιστημόνων στα ύδατα της υπόγειας λίμνης Βοστόκ, της μεγαλύτερης από αυτές που βρίσκονται κάτω από τους αιώνιους πάγους της Ανταρκτικής. Οι Ρώσοι, για να προσεγγίσουν το νερό της, δημιούργησαν φρέαρ βάθους περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων και συνέλεξαν δείγματα νερού τα οποία ανέλυσαν. Ο Σεργκέι Μπουλάτ, επικεφαλής του εργαστηρίου γενετικής στο Ινστιτούτο Πυρηνικής Φυσικής της Αγίας Πετρούπολης, επισημαίνει ότι το DNA που εντοπίστηκε στα παγωμένα νερά της υπόγειας λίμνης δεν το έχουμε συναντήσει έως σήμερα. Πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για μια νέα μορφή ζωής. Πολλοί επιστήμονες, πάντως, επισημαίνουν ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα προτού μπορέσουν με βεβαιότητα να αποφανθούν αν τα βακτήρια αυτά μας ήταν άγνωστα έως σήμερα.
Το πρόγραμμα γεώτρησης στη λίμνη Βοστόκ χρειάστηκε πολλά χρόνια σχεδιασμού και υλοποίησης. Η λίμνη βρίσκεται στην καρδιά της ανατολικής Ανταρκτικής, ένα από τα λιγότερο φιλόξενα περιβάλλοντα του κόσμου, όπου η θερμοκρασία στις 21 Ιουλίου 1983 είχε φτάσει στο ρεκόρ των μείον 89 βαθμών Κελσίου.
Ο σταθμός Βοστόκ δημιουργήθηκε από τους Ρώσους το 1956 και σχεδόν αμέσως οι σεισμογράφοι του έδειξαν ότι στο υπέδαφος, κάτω από πολλές χιλιάδες μέτρα πάγου, υπήρχε νερό σε ρευστή μορφή. Μόνο όμως το 1990 όταν έφτασαν στον σταθμό Βρετανοί με ειδικά ραντάρ έγινε γνωστό το μέγεθος της λίμνης. Η υπόγεια λίμνη Βοστόκ, με έκταση που αγγίζει τα 15.000 χιλιόμετρα και βάθος που σε κάποια σημεία προσεγγίζει τα οκτακόσια μέτρα, έχει μέγεθος ανάλογο με αυτό της Βαϊκάλης στη Σιβηρία.
Ενώ οι ερευνητές αναζητούν νέες μορφές ζωής κάτω από χιλιόμετρα πάγου στην Ανταρκτική, οι επιστήμονες αποδεικνύουν ότι πραγματικά ο πλανήτης καίγεται. Οι θερμοκρασίες που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια είναι οι υψηλότερες των τελευταίων 11.000 ετών και ο κόσμος μας βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή από μία εποχή χαμηλών θερμοκρασιών ρεκόρ σε μία περίοδο υψηλών.
H έρευνα, η οποία δημοσιεύεται στο περιοδικό Science, χρησιμοποίησε τα απολιθώματα μικρών θαλάσσιων οργανισμών προκειμένου να αναπλάσει τα κλιματικά πρότυπα και να βρεθούν οι θερμοκρασίες που επικρατούσαν από το τέλος της τελευταίας εποχής των παγετώνων έως σήμερα. Οπως φαίνεται, επί πολλές χιλιάδες χρόνια ο πλανήτης μας ψυχόταν μέχρι τη στιγμή μιας απροσδόκητης μεταστροφής στις αρχές του εικοστού αιώνα. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η άνοδος της θερμοκρασίας που καταγράφεται τον τελευταίο καιρό δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο αλλά προκλήθηκε από την ανθρώπινη δραστηριότητα και την αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα από τη βιομηχανική επανάσταση έως σήμερα.
Η δεκαετία από το 1900 έως 1910 ήταν από τις ψυχρότερες των 11.300 ετών (κατά 95% ψυχρότερη από τις υπόλοιπες). Αντιθέτως, η δεκαετία 2000-2010 ήταν η θερμότερη. Χαρακτηριστικό, ότι η μέση θερμοκρασία ανέβηκε κατά 1,25 βαθμό Κελσίου τα 4.000 χρόνια από το τέλος της εποχής των παγετώνων μέχρι πριν από 7.000 χρόνια. Ανάλογη η αύξηση που συντελέστηκε από το 1920 έως το 1940.