Το καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι συναρπαστικό. Αν όχι για όλους, σίγουρα για πολλούς. Οι διακοπές από τη μια και η ευδαιμονία του τουρισμού από την άλλη. Οι εργαζόμενοι που μπορούν κάνουν χρήση της άδειάς τους και ξεκουράζονται. Ή μάλλον αλλάζουν παραστάσεις. Κατά το κοινώς λεγόμενο «γεμίζουν μπαταρίες» ή -έστω- έχουν αυτήν την ψευδαίσθηση. Πολύ μεγάλο ποσοστό της χώρας, όμως, δουλεύει σκληρά επί τέσσερις ή πέντε μήνες για το ψωμί -ενίοτε και το παντεσπάνι- ολόκληρης της χρονιάς. Άρα ο τουρισμός στην Ελλάδα (θα έπρεπε να) είναι σοβαρή υπόθεση, κάτι που σημαίνει μακροπρόθεσμη προοπτική, η οποία προφανώς και εμφανώς δεν υπάρχει.
Για τους περισσότερους δήμους της περιφέρειας -δηλαδή πέρα από τα μεγάλα αστικά κέντρα- η καλοκαιρινή περίοδος συνεπάγεται αυξημένα έσοδα και αυξημένες υποχρεώσεις. Και στα μεν έσοδα όλα καλά. Αλλά στις υποχρεώσεις, που στην ουσία (πρέπει να) προγραμματίζονται από το χειμώνα, αφού είναι απολύτως προβλέψιμες, συμβαίνει πραγματικό Βατερλό, τουλάχιστον στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων. Διότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι δήμοι των τουριστικών περιοχών αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στην απότομη αύξηση του πληθυσμού τούς κρίσιμους μήνες -για παράδειγμα στη Χαλκιδική και στη Θάσο υπάρχει πενταπλασιασμός, στην Πιερία τριπλασιασμός- και ό,τι αυτή συνεπάγεται για τις υποδομές και τις υπηρεσίες που οι ίδιοι (υποτίθεται ότι) προσφέρουν. Κι όμως κάνουν σα να μη συμβαίνει τίποτα. Κοινώς, σφυρίζουν αδιάφορα. Σε περιοχές με έντονο πρόβλημα λειψυδρίας, όπου το νερό δεν φτάνει ούτε για ύδρευση ούτε για άρδευση, εξακολουθούν να δίνουν άδειες για πισίνες, να τοποθετούν ανεξέλεγκτες ντουζιέρες και να ανέχονται… βασιλικούς κήπους. Σε σημεία με πλήρη απουσία αποχετευτικού δικτύου, τα καταλύματα εξακολουθούν να φυτρώνουν σαν… μανιτάρια. Ομοίως και σε οικισμούς με ανεπαρκές δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος. Σε λιμάνια με σημαντική κίνηση, όπου υπάρχουν περιπτώσεις πολύωρης παραμονής των ταξιδιωτών, λείπουν στοιχειώδεις υποδομές, όπως είναι οι δημόσιες τουαλέτες. Όσο για την αποκομιδή των απορριμμάτων το πρόβλημα έγκειται αφενός στη φέρουσα ικανότητα του μηχανισμού συλλογής που υπάρχει -μηχανήματα και προσωπικό- και αφετέρου στη διαχείριση των καθημερινών σκουπιδιών, ογκωδών και… μπάζων. Και παρά τη βελτίωση των τελευταίων ετών, μετά από δεκαετίες μεγάλων προστίμων που πλήρωσε η χώρα για τις παράνομες χωματερές, το πρόβλημα παραμένει.
Επειδή τα οικονομικά οφέλη της τουριστικής δραστηριότητας διαχέονται οριζόντια στην κοινωνία, ενώ με την άσκησή της στηρίζεται σημαντικά η απασχόληση και καλλιεργείται ο κοσμοπολιτισμός, που ως νοοτροπία και μόνο αποτελεί αναπτυξιακή παράμετρο, ο τουρισμός θα μπορούσε να είναι για την Ελλάδα ευλογία. Αλλά ούτε είναι ούτε αναμένεται να εξελιχθεί σε αυτήν την κατεύθυνση στο προβλεπτό μέλλον. Μόνο οι γραφειοκράτες στο υπουργείο Οικονομικών και στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μπορούν να είναι κάπως ικανοποιημένοι, επειδή λόγω του εισερχόμενου χρήματος τουρισμού εξισορροπείται μέχρι κάποιον βαθμό το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, η οποία στερείται παραγωγικής βάσεως. Κατά τα λοιπά το βραχυπρόθεσμο όφελος κάποιων μεγάλων και μικρότερων παραγόντων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι ωφελούνται άμεσα, υπονομεύει την οικονομική, αναπτυξιακή και περιβαλλοντική μεσο-μακροπρόθεσμη προοπτική ολόκληρων περιοχών και των τοπικών τους κοινωνιών, οι οποίες επωφελούνται εντελώς πρόσκαιρα. Διότι όταν το νερό που φτάνει -όταν φτάνει- στις βρύσες δεν πίνεται ή είναι… χρώματος καφέ, ενώ οι καλλιέργειες παραμένουν απότιστες, όταν οι αποχετεύσεις καταλήγουν στη… φύση -κάπου μεταξύ ρέματος και θάλασσας-, όταν τα μπάζα πετιούνται ανεξέλεγκτα δεξιά κι αριστερά, όταν οι ατελείς δρόμοι «σακατεύονται» από την υπερβολική για τα δεδομένα τους κυκλοφορία και χρήση, όταν η απουσία χώρων στάθμευσης μετατρέπει και το πιο γραφικό χωριουδάκι και τον πιο όμορφο οικισμό σε… μικρή Μπαγκόνγκ, τότε τα πρόσκαιρα κέρδη των… δωματιούχων, των ταβερνιάριδων και των καφετζήδων λίγη σημασία έχουν. Ενδιαφέρουν την τσέπη των ιδίων, αλλά ουδόλως το κοινωνικό σύνολο, το οποίο βλάπτεται, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιεί ή δεν το συζητάει σε καθημερινή βάση. Σημασία έχει πως οι άνθρωποι στην Ελλάδα βρίσκουν καθημερινά μπροστά τους τις συνέπειες αυτού του άναρχου και μαζικού τουρισμού, που, αν δεν καταστρέφει περισσότερο απ’ όσο ωφελεί, σίγουρα δεν προσφέρει στην κοινωνία όσα εντόνως διαφημίζονται.
Το κακό -αν υποθέσουμε ότι μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε κακό- είναι πως συνήθως όσοι αντιλαμβάνονται, συνειδητοποιούν και επισημαίνουν την ανισορροπία των αποτελεσμάτων της τουριστικής συνθήκης είναι επισκέπτες, ενώ οι έχοντες επιχειρηματικά και επαγγελματικά συμφέροντα -έστω μικροσυμφέροντα- είναι ντόπιοι που αισθάνονται κάτι σαν ιδιοκτήτες της περιοχής τους και ασφαλώς «αφεντικά» των αυτοδιοικητικών που οι ίδιοι εκλέγουν. Οπότε το αποτέλεσμα του ανύπαρκτου στην πράξη μπρα ντε φερ είναι προδιαγεγραμμένο. Όπως προδιαγεγραμμένο είναι και το συμπέρασμα της συζήτησης που γίνεται συχνά τα χαλαρά καλοκαιρινά βράδια από τους ντόπιους και τους μετοίκους που επιστρέφουν για λίγες ημέρες, για το πόσο ωραίο και σφριγηλό ήταν κάποτε «το χωριό μας».
ΥΓ. Εννοείται ότι η αυτοδιοίκηση βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής, υπό την έννοια ότι οι τοπικοί άρχοντες δεν εκλέγονται για να συντονιστούν με πολλά ή λίγα, μικρά ή μεγαλύτερα συμφέροντα, όπως συνήθως συμβαίνει, αλλά για το καλό του τόπου, που δεν μπορεί να είναι παρά η μακροχρόνια βιωσιμότητα και σταθερή, μη αναστρέψιμη, ανάπτυξη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Θάσου, όπου ο μεν δήμος επιμένει να φορτώνει το νησί με κόσμο και δραστηριότητες που δεν αντέχει, με αποτέλεσμα τη διαρκή περιβαλλοντική υποβάθμιση, ο δε δήμαρχος συντάσσεται με την ομάδα των κατοίκων που για λόγους περιβαλλοντικής ευαισθησίας αντιτίθενται στη μετατροπή των άδειων, πλέον, από πετρέλαιο πηγαδιών του κόλπου της Καβάλας, σε δεξαμενές για υγροποιημένο διοξείδιο του άνθρακα. Άγνοια; Υποκρισία; Πιθανόν και τα δύο…
ΥΓ2. Τα τελευταία χρόνια σχεδόν όλοι οι δήμοι και οι περιφέρειες της χώρας διαθέτουν κονδύλια για την τουριστική προβολή της περιοχής τους και την προσέλκυση περισσότερων επισκεπτών. Και καλά κάνουν υπό μία έννοια. Διότι είναι σίγουρο ότι στην εξίσωση του προϋπολογισμού τουριστικής προβολής οι συνθήκες που επικρατούν το καλοκαίρι δεν συμπεριλαμβάνονται.
*Γράφει ο Γιώργος Μητράκης στο voria.gr