ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ή ΡΟΜΠΟΤ; Γυναίκα ή ιδέα; Υπήρξε ποτέ ή τη φανταστήκαμε μέσα σε μια θύελλα χρυσών μεταλλίων και πολιτικών μεταλλάξεων, οδυνηρών τόσο για τη Ρουμανία όσο και την ίδια; Τι πραγματικά ήταν η Νάντια Κομανέτσι για τη Δύση, αλλά και για τη χώρα της, εκτός από ένα παιδί-θαύμα της ενόργανης γυμναστικής που εκτελούσε, πετύχαινε και αποσπούσε την πρωτιά χωρίς να χαμογελά ποτέ;
Το «απόλυτο δεκάρι», η γυμνάστρια που στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ το 1976 ανατίναξε τους μετρητές βαθμολογίας της Longines και άλλαξε για πάντα τους όρους του αθλήματος, ακόμη και σήμερα, που σε τίποτα δεν θυμίζει τη μυώδη στρατιώτη της Εθνικής Ρουμανίας, δεν αντιμετωπίζεται ως άνθρωπος.
Οι καλοπροαίρετοι –ιδεολογικά και κοινωνικοπολιτικά– την προσεγγίζουν ως ιδέα. Ως μια άυλη οντότητα που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο η Δύση προσέγγιζε τις ανατολικές χώρες. Οι όχι φιλικά διακείμενοι την εκλαμβάνουν ως ένα κομμουνιστικό εργαλείο που συνέβαλε στο καταστροφικό αφήγημα του Τσαουσέσκου για μια «περήφανη Ρουμανία», που θα ποδοπατούσε τη σοβιετική έπαρση.
Θα είχε αξία η μαρτυρία της για το πώς ο “Conducator”, ο «Κένεντι της Ανατολής», ο «Μέγας Συντονιστής του Έθνους» Τσαουσέσκου οικειοποιήθηκε τη σκληρή δουλειά της, την αδιαπραγμάτευτη αριστεία της και τη δημοφιλία της για να γράψει ιστορία, μια ιστορία που στο τέλος τον ξαπόστειλε εκεί που –το Έθνος πίστευε ότι– του άξιζε.
Οι τελευταίοι ακόμη και σήμερα, που η ιστορία –της Κομανέτσι και της Ρουμανίας εκείνης της ταραγμένης και σκοτεινής εποχής– έχει γραφτεί, επιμένουν ότι η κορυφαία γυμνάστρια παραμένει παράξενα σιωπηλή, όταν καλείται να μιλήσει για τις σχέσεις της με την οικογένεια Τσαουσέσκου και αναπάντεχα στωική με τα εγκλήματα του κομμουνισμού στη χώρα της.
Όλη αυτή την παράλληλη πορεία –μιας γυναίκας και μιας χώρας– καταγράφει η Λόλα Λάφον στο ενδιαφέρον βιβλίο της «Η μικρή κομμουνίστρια που δεν χαμογελούσε ποτέ» (εκδόσεις Μελάνι). Όπως λέει, το βιβλίο δεν αποτελεί ιστορική αναπαράσταση της ζωής της σπουδαίας αθλήτριας. Σέβεται τις ημερομηνίες, τους τόπους, τα γεγονότα, αλλά φροντίζει να εξηγήσει, κάπως αγχωμένα, ότι ένα είδος ονειρικής μυθοπλασίας συμπληρώνει τα κενά στις μακριές σιωπές της Κομανέτσι.
Κρίμα. Γιατί θα είχε ενδιαφέρον η άποψη της για τον τρόπο με τον οποίο άλλαξε όχι μόνο το άθλημα, αλλά τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες άρχισαν να αντιμετωπίζουν το σώμα τους μετά από εκείνην. Αυτή την αλλαγή –την εισαγωγή του ανδρόγυνου, του μηδενικού λίπους, των μυών, του αέρινου στρατιώτη που μπορεί να εκτελέσει άλματα «Τσουκαχάρα» χωρίς προθέρμανση– την πλήρωσε και η ίδια.
Γιατί, ο Τύπος, πάντα αμείλικτος με το γυναικείο σώμα, δεν σεβάστηκε ούτε καν αυτήν, το «χρυσό παιδί» του αθλήματος, που «έβαλε κιλά», όταν της ήρθε για πρώτη φορά περίοδος. Και μετά, όλη αυτή η λύσσα για τις γυναίκες-παιδιά και τη σεξουαλικοποίησή τους μέσα από τα αμερικανικά media της εποχής της: άραγε, τι να πιστεύει σήμερα για τον ανάρμοστο τρόπο που περιοδικά, τηλεόραση και εφημερίδες έκλειναν το μάτι στους παιδόφιλους;
Τι στ’ αλήθεια να σκέφτεται για τον παρενοχλητικό, απάνθρωπο έλεγχο στα κορμιά των αθλητριών -αλλά και της κάθε γυναίκας στη Ρουμανία- για το πότε είχαν περίοδο, γιατί πάχυναν, γιατί δεν είχαν ωορρηξία και άλλα τρομακτικά για τη διείσδυση του ολοκληρωτισμού στα απολύτως προσωπικά δεδομένα των ανθρώπων πίσω στην πατρίδα της;
Το βιβλίο αφιερώνει ένα μικρό, ωστόσο, περιεκτικό κεφάλαιο σε αυτή την ανατριχιαστική φρενίτιδα των Μέσων που αφορούσε τόσο την ίδια, όσο και τις σχεδόν συνομήλικες της και πρωτόβγαλτες τότε στην πιάτσα του θεάματος, Τζόντι Φόστερ και Μπρουκ Σιλντς. Ήταν η εποχή που οι δικές της ολυμπιακές διακρίσεις, ο «Ταξιτζής» της Φόστερ με τον Ντε Νίρο και η «Γαλάζια Λίμνη» της Μπρουκ Σιλντς στοιχειοθετούσαν την ποπ κουλτούρα που έστριβε επικίνδυνα τις προτιμήσεις προς τις «Λολίτες» και έκοβε χρήμα για όποιον αποφάσιζε να επενδύσει πάνω τους…
Επίσης, θα είχε αξία η μαρτυρία της για το πώς ο “Conducator”, ο «Κένεντι της Ανατολής», ο «Μέγας Συντονιστής του Έθνους» Τσαουσέσκου οικειοποιήθηκε τη σκληρή δουλειά της, την αδιαπραγμάτευτη αριστεία της και τη δημοφιλία της για να γράψει ιστορία, μια ιστορία που στο τέλος τον ξαπόστειλε εκεί που –το Έθνος πίστευε ότι– του άξιζε.
Ακόμη και έτσι, παρά την ανακούφιση για το τέλος ενός δυνάστη, που ισχυριζόταν ότι κρατάει απευθείας από τη «γενιά των Δάκων», υπονοείται ότι η Κομανέτσι περιφρονεί τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης και πάντα χαμογελά με κατανόηση και υψηλό φρόνημα προς τις αξίες του κομμουνισμού.
Όπως και να ‘χει, είναι εδώ και χρόνια γνωστό ότι η υπεραθλήτρια, η «πολεμική μηχανή» του Μπέλα Καρόλι (του προπονητή που ανακάλυψε τη μικρή τότε Νάντια στο Ονέστι), δεν μιλά κι ας μην υπάρχει πια ο φόβος της Σεκουριτάτε και του σάτυρου γιου του Τσαουσέσκου, του Nicu κι ας λογίζεται για εθνική ηρωίδα πίσω στην πατρίδα της και εθνική ευεργέτιδα μετά την ανέγερση κλινικής που προσφέρει δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε παιδιά.
Η κοπελίτσα από το «γκρίζο Ονέστι» είναι σα να μην υπήρξε ποτέ, παρά μόνο στα όνειρά μας, αλλά παραδόξως ζει μέσα από τα αμέτρητα τρόπαια, σουβενίρ, ρούχα και προσωπικά αντικείμενα που ταξινομούνται με φροντίδα στο πολυτελές και θηριώδες προπονητήριό της, πίσω στην Οκλαχόμα.
Η σιωπή της Κομανέτσι όλα αυτά τα χρόνια κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα την αφήγηση της Λαφόν. Κυρίως, γιατί η συγγραφέας υπογραμμίζει με χάρη, χωρίς να νιώθει την ανάγκη να κάνει υποδείξεις, τις παύσεις της αθλήτριας και την εμμονή της στο να μη δίνει λεπτομέρειες για μία σειρά από σημαντικότατα γεγονότα (ευτυχώς, τα παραθέτει η Λαφόν λιτά κι ωραία, αν και σαν να έχουν υποστεί διορθώσεις, μπορεί και κάποια επεξεργασία από την ίδια την Κομανέτσι).
Δεν χρειάζονται όλα εξηγήσεις. Κάποτε το χρήμα –και κυρίως το χρήμα που προέκυψε αβίαστα μετά την απόφασή της να αυτομολήσει στην Αμερική– και η προσωπική ηρεμία αρκούν για να ειπωθούν τα πάντα και να μην ειπωθεί και τίποτα. Και σε τελική ανάλυση, ίσως η κατόπιν εορτής λυρική κλάψα να είναι κουσούρι της Δύσης. Σεβαστό.
*Της Χριστίνας Γαλανοπούλου από lifo.gr