Κείμενο: Γιάννης Π. Μαρίνος – Δημοσιεύθηκε στο 4ο τεύχος/2010 του περιοδικού μας “Κύτταρο Ιερισσού”, σ. 6-7.
“Τα Χριστούγεννα, από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους αποτελούσαν και αποτελούν
μαζί και με τις υπόλοιπες γιορτές του 12ημέρου, τις πιο λαμπρές γιορτές της χριστιανοσύνης.
Στο χωριό μας την Ιερισσό, οι πατεράδες μας, καθιέρωσαν και διατηρούσαν πολλά έθιμα σε όλη τη διάρκεια του 12ημέρου των εορτών Χριστούγέννων, Πρωτοχρονιάς, Θεοφανείων και Αη-Γιάννη.
Απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε μεγάλη γιορτή όπως Χριστούγεννα, Πάσχα, Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ήταν η αυστηρή τήρηση της νηστείας και η προετοιμασία για την Θεία Κοινωνία.
Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων οι πιτσιρικάδες επισκεπτόταν τα σπίτια για να πουν τα κάλαντα. Μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού ξεκινούσαν με το καθιερωμένο τραγούδι:
«Καλήν εσπέραν άρχοντες αν είναι ορισμό σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση να
πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
Οι Ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
Ο βασιλεύς των Ουρανών και ποιητής των όλων.
Πλήθος Αγγέλων ψάλλουσι το δόξα εν υψίστοις
Και τούτο άξιον εστί η των ποιμένων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
Άστρο λαμπρό τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα.
Φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ με πόθο ερωτώσι,
Που εγεννήθη ο Χριστός να παν να τον ευρώσι.
Δια Χριστόν ως ήκουσε ο βασιλεύς Ηρώδης
Αμέσως εταράχθηκε και έγινε θηριώδης. ́
Έτσι, πολλά φοβήθηκε δια την βασιλείαν,
Μη του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξίαν.
Κράζει τους μάγους και ερωτά
πού ο Χριστός γεννάται.
Εις βηθλεέμ ηξεύρουσι, ως η γραφή διηγάται.
Τους είπε να υπάγωσι και όπου τον ευρώσι,
Αφού τον προσκυνήσουσι να πα να τον ειπώσι,
́Όπως υπάγει και αυτός για να τον προσκυνήσει,
Με δόλον όμως, ο άθλιος για να τον αφανίσει.
Βγαίνουν οι μάγοι, τρέχουσι
και τον αστέρα βλέπουν,
Φως θεϊκό κατέβαινε και με χαρά προστρέχουν,
Εν τω σπηλαίω έρχονται, βλέπουν την Θεοτόκον
Κι εβάστα στας αγκάλας της
των ́Αγιόν της Τόκον.
Γονατιστοί τον προσκυνούν
και δώρα τον χαρίζουν,
Σμύρναν, χρυσόν και λίβανον,
Θεόν τον ευφημίζουν.
Την σμύρναν δε ως άνθρωπον,
χρυσόν ως βασιλέα,
Τον λίβανον δε ως Θεόν σ’ όλην την ατμοσφαίραν.
Αφού των επροσκύνησαν ευθύς πάλι μισεύουν,
Και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε για να έβρουν,
Πλην ́Αγγελος εξ Ουρανού
στέκει, τους εμποδίζει,
́Αλλην οδόν να πορευθούν αυτός τους διορίζει.
Και πάλιν άλλος ́Αγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
Εις Αίγυπτον να πορευθεί κι εκεί να ησυχάζει.
Να πάρει και την Μαριάμ μαζί με τον υιόν της,
Γιατί ο Ηρώδης την ζητά τον Τόκον τον δικόν της.
Μη βλέπων δε ο βασιλεύς τους
μάγους να γυρίζουν,
Εις βηθλεέμ επρόσταξε παιδί να μην αφήσουν. ́
Οσα παιδία εύρωσι, δυο χρονών και κάτω,
́Όλα να τα περάσωσι ευθύς απ’ τα σπαθιά των.
Χιλιάδες δεκατέσσαρες σφάζουν σε μιαν ημέρα,
Θρήνον κλαυθμό και οδυρμό είχε κάθε μητέρα.
Και επληρώθη το ρηθέν Προφήτου Ησαίου,
Μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου,
Φωνή ηκούσθη εν Ραμμά Ραχήλ τα τέκνα κλαίει,
Παραμυθίαν ουκ ήθελε και την χαράν αποτρέπουν.
Ιδού όπως σας είπομεν όλην την υμνωδίαν,
Του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν,
Και σας καληνυχτίζομε, πέσατε κοιμηθείτε,
Ολίγον ύπνον πάρετε και ευθύς να σηκωθείτε.
Και βάλετε τα ρούχα σας, έμορφα εντυθείτε,
Στην εκκλησία τρέξατε, με προθυμία μπείτε,
Να ακούσετε με προσοχή όλην την υμνωδίαν,
Του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.
Ευθύς μόλις γυρίσετε εις το αρχοντικό σας,
Χρυσό τραπέζι στρώσατε, βάλτε το φαγητό σας,
Και το σταυρό σας κάνετε, γευθείτε, ευφρανθείτε,
Δότε και κανενός φτωχού ότι κι αν ημπορείτε,
Δότε κι εμας τον κόπο μας ότι είναι ο ορισμός σας,
Και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
«Καλησπέρα σας και χρόνια πολλά»
Στο βραδινό εορταστικό τραπέζι, ήταν απαραίτητη η ψωμένια Χριστόπιτα μελωμένη και πριν από το φαγητό η νοικοκυρά του σπιτιού φρόντιζε να θυμιάσει όλο το σπίτι. Την επαύριο της κυρίας ημέρας, ο εκκλησιασμός ολοκλήρου της οικογένειας αποτελούσε ιδιαίτερης προτεραιότητας μέλημα.
Τη δεύτερη μέρα ακολουθούσε η διαδικασία της σφαγής του γουρουνιού, που έτρεφαν, σχεδόν όλες οι οικογένειες και συμμετείχαν, προσκεκλημένοι από τον νοικοκύρη, συγγενείς και φίλοι, ένδειξη συνάφειας των ανθρώπων που αποτελούσε πράξη ιερή στις ανθρώπινες σχέσεις. Κάτι, που δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα αυτό το δέσιμο που είχαν μεταξύ τους παλιά οι άνθρωποι.
Τα απογεύματα του τριημέρου, γινόταν οι χοροί στο χοροστάσι που ήταν καθιερωμένο να γίνονται οι επίσημοι χοροί, στ’ν Μαρίν’ τ’ν απολιάνα.
Οι κούνιες που άρχιζαν από την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων τελείωναν την ημέρα εορτασμού του Αη-Γιάννη.
Ο εορτασμός της πρωτοχρονιάς ξεκινούσε από την παραμονή και αυτοί που έσφαζαν γουρούνια, το κεφάλι το διατηρούσαν μέχρι τότε, και μαγειρεμένο το μοίραζαν πιάτα σε συγγενείς και γείτονες.
Πριν από το γεύμα πάλι, όπως και τα Χριστούγεννα, η νοικοκυρά φρόντιζε να θυμιάσει όλο το σπίτι. Στο τραπέζι του δείπνου, κυριαρχούσε η βασιλόπιτα με ελιάς κλωνάρι στο μέσο της πίτας που αποτελούσε το κομμάτι του σπιτιού. ́Ενας από τους συνδαιτυμόνες έλεγε την προσευχή και στη συνέχεια ο νοικοκύρης του σπιτιού, έκοβε την πίτα με προτεραιότητα το κομμάτι του Αγίου Βασιλείου. Ακολουθούσε ένταση για το σε ποιόν θα πέσει το φλουρί και εκείνος που το έβρισκε δεχόταν ευχές και κάποιο δώρο.
́Όταν τελείωνε το γεύμα, καθόταν όλοι γύρο από την γωνιά του τζακιού και άρχιζε η διαδικασία, με τα φύλλα της ελιάς, που ο καθένας αφού σάλιωνε το φύλλο, το έβαζε στη φωτιά και αν πηδούσε το φύλλο ήταν ένδειξη ότι όλο το χρόνο θα ήταν γερός.
Αν υπήρχαν μωρά στην οικογένεια, η μάνα τα έβαζε να καθίσουν πάνω σε μια πλακερή πέτρα, για να είναι γερά όλο το χρόνο.
Η ώρα της αλλαγής του καινούργιου χρόνου ξεκινούσε με πυροβολισμούς και τις καμπάνες της εκκλησίας, οπότε ακολουθούσαν οι ευχές για τον καινούργιο χρόνο.
Την επαύριο ο εκκλησιασμός όλης της οικογένειας ήταν υποχρεωτικός και η νοικοκυρά πριν από το «δι’ευχών», έφευγε από την εκκλησία και πήγαινε στο σπίτι γιατί θα πήγαιναν τα «καλανταρέλια» τα οποία αποτελούνταν από τρία διαφορετικά σχήματα, το πρώτο, που έλεγε το τραγούδι μέσα στο σπίτι αποτελείτο από έναν ή δυο το πολύ και μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού ξεκινούσε το τραγούδι:
Βασίλειος ο θαυμαστός, όπου είναι παρουσία,
Γράφει μας πνεύμα ́Αγιον τα ιερά βιβλία,
Γράφει μας πνεύμα ́Αγιον αμαρτωλούς να σώσει,
Το γένος των Χριστιανών να μας ελευθερώσει.
Ιουλιανέ παράνομε και μέγα παρραβάτη,
Πολύ με κακοφαίνεται που βρίσκεσαι στα πάθη.
Μου μίλησες δια φιλία και μου έστειλες κριθάρι,
Μα θα σε στείλω και εγώ σπαθί με το κοντάρι.
Πολλά τα φοβερίσματα να πάει να γυρίσει,
Να κάψει την Καισάρεια και να την αφανίσει.
Σαν τ’ άκουσε ο Βασίλειος, μαζεύει τον λαόν του,
Αρχιερείς και ιερείς και των υπηκουών του,
Και πάει μπρος στην Παναγιά και κάνει λιτανεία,
Και στέλνει τον Μερκούριο με την μεγάλη βία
Και πάει και τον έφτασε μέσα εις την Περσία,
Και τον χτυπά μια κονταριά μέσα εις την καρδία.
Δέξου Ιουλιανέ το χάρισμα, δέξου και αυτό με βία,
Που μ’ έστειλε ο Βασίλειος από την Καισαρεία.
Αυτός είναι ο Βασίλειος, ο Μέγας Ιεράρχης,
́Οπου μετά τους ́Ελληνες εστάθει πολεμάρχης.
«Καλή μέρα σας και χρόνια πολλά»
Το δεύτερο σχήμα, που έλεγε το τραγούδι έξω από το σπίτι, ήταν από τρεις και πάνω και η πλειοψηφία τους ήταν παιδιά ναυτικών. ́Ενας απ’ αυτούς κρατούσε ένα καραβάκι και ξεκινούσαν με το τραγούδι:
«Αρχιμηνιά, κι αρχή χρονιά,
Ψηλή μου δενδρολιβανιά,
Κι αρχή καλός μας χρόνος,
Εκκλησιά μετ’ άγιος θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός,
́Αγιος και πνευματικός,
Στη γη να περπατήσει,
Και να μας καλοκαρδίσει.
́Αγιος Βασίλης έρχεται
Και δε μας καταδέχεται,
Από την Καισαρεία,
Συ εις’ αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί,
Ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
Χαρτί και καλαμάρι,
Δες και με το παλικάρι.
Και νέο έτος αριθμεί,
Η του Χριστού περιτομή,
Και η μνήμη του Αγίου
Ιεράρχου Βασιλείου.
Του χρόνου μας αρχή καλή,
Και ο Χριστός μας προσκαλεί
Την κακίαν ν’ αρνηθώμεν,
Με αρετάς να στολισθώμεν,
Να ζώμεν βίον τέλειον,
Κατά το Ευαγγέλιον,
Με αγάπην, με ειρήνην,
Και με την δικαιοσύνην.
Χρόνια πολλά και ευτυχή,
Με καθαράν και αγνήν ψυχή,
Και με θείαν ευλογίαν.
Σ’ αυτό το σπίτι πού’ρθαμε,
Πέτρα να μη ραγίσει,
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
Χρόνια πολλά να ζήσει,
Και να μας καλοκαρδίσει.
«Καλή μέρα σας και χρόνια πολλά»
Την τρίτη παρέα την αποτελούσαν τα μικρά παιδάκια που δεν ήξεραν το τραγούδι και κρατώντας κλωνάρια ελιάς στην εξώπορτα του σπιτιού, με τα κλωνάρια χτυπούσαν ρυθμικά την πόρτα τραγουδώντας το τραγούδι:
«Βάγια, βάγια κόλιντα,
για καραβασίλια
χίλια αρνούδια,
χίλια κατσκούδια,
χίλια μτζούρια στάρ’».
Τα μπαξίσια συνήθως ήταν χαρούπια «ξυλοκέρατα» όπως τα λέμε εμείς, λιαστά σύκα και γκουγκούσες που ήταν ψωμένια κουλούρια και σπάνια έδιναν κάποιο χαρτζιλίκι.
Τις απογευματινές ώρες πάλι χορός στο αναφερόμενο χοροστάσι.
Τα σπίτια που είχαν ονομαστικές εορτές όπως και τα Χριστούγεννα, φεγγοβολούσαν και μέσα γινόταν χαμός με τα Ιερισσιώτικα τραγούδια και τις χαρούμενες φωνές.
Τα Θεοφάνεια για το χωριό μας, αποτελούσαν και αποτελούν ένα ξεχωριστό εορταστικό γεγονός γιατί, έχουμε τη θάλασσα, όπου γίνεται ο καθαγιασμός των υδάτων με την ρίψη του τιμίου Σταυρού και ως εκ τούτου, η συμμετοχή ήταν και εξακολουθεί να είναι πάνδημη τόσο στον εκκλησιασμό, όσο και στην ιερή πομπή προς τη θάλασσα.
Για πολλά χρόνια αυτός που βουτούσε και έπαιρνε το Σταυρό με την παρέα του, ήταν ο Χριστόδουλος Τζιρλιάρης, πολλές φορές με αντίξοες καιρικές συνθήκες, ο οποίος είχε το παρατσούκλι «Νταίρ’ς». ́Ηταν ένα γεροδεμένο παλικάρι που πάλευε με τους παλαιστές όταν ερχόταν στο χωριό μας για επίδειξη, και τους νικούσε.
Η γιορτή του Αη-Γιάννη αποτελεί το μεγαλύτερο θηρίο όπως έλεγαν και ήταν η τελευταία εορτή του 12ημέρου. Και επειδή η Υπαπαντή του Κυρίου γιορτάζεται την 2α Φεβρουαρίου λένε: «Η Υπαπαντή τ’ς μαζεύ’ μι τ’ αντί» δηλαδή μαζεύει τις γιορτές. Το αντί είναι εργαλείο του αργαλειού, που υφαίνουν οι γυναίκες.
Να προσθέσω ότι στα σπίτια που είχαν Γιάννηδες και Γιαννούλες γινόταν χαμός με τα γλέντια.
Ωραία έθιμα που δυστυχώς ελάχιστα τηρούνται από τους σημερινούς ανθρώπους.”