H νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής στα χωριά της Θράκης

Στα χωριά της Θράκης την νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής
γυναίκες και κορίτσια ξενυχτούσαν τον ’Επιτάφιο, κάθουνταν γύρω
του και τραγουδούσαν τα πάθη του Χριστού.

Καλό είναι τό “Αγιος θεός, καλό είναι κι’ άς τό πούμε,
οποίος τό λέγει σώνεται κι’ όποιος τ’ ακούει άγιάζει
κι’ όποιος τό κάλ’ άφιγκριστεΐ, παράδεισο θά λάβει,
παράδεισο και λειτουργιά εις τ’ άγιο μοναστήρι.
5 Έκεΐ δεντρί δεν ήτανε δεντρί ξεφανερώθη,
ή ρίζα ήταν ή Παναγιά, τό δέντρο ό Χριστός μας,
οί κλώνοι όπου κρέμουνταν ήταν οί Άποστόλοι,
τά φύλλα όπου πέφτανε ήτανε οί Μαρτύροι,
10 πού μαρτυρούσαν κ’ έλεγαν γιά τού Χριστού τά πάθη.
Χριστέ μου, σταυρωμένε μου, Χριστέ μ’, άληθινέ μου,
τρέχουν οί σκυλοβρηοί καί τρις καταραμένοι,
τρέχουν καί καταρωτοΰν καί τον Χριστό γυρεύρουν,
βαστούν άργύρια στις ποδιές, μαλάματα στά χέρια.
15 Κανείς δεν τά λιμπίστηκε άπ’ την χριστιανοσύνη,
μόνον ό πρώτος μαθητής κι’ ό πρώτος του Ιούδας.
Έκεΐνας τά λιμπίστηκε καί κείνος τούς ρωτούσε,
Τί τρέχετε μπρε Όβρηοί καί μένα δεν τό λέτε;
—Τρέχμε, γυρεΰμε τον Χριστό, σκεντζιά νά τον έκάμε.
20—Τί μέ τάζτε Όβρηοί νά σάς τ’ όμολσγήσω;
— Τριάντα χρυσά σε δίνουμε στο μαχρεμά δεμένα.
Τούς πήρε τούς σκυλοβρηοί καί στο Χριστό τούς πάγει.
Στόν δρόμον όπου πήγαιναν πάλιν τον έρωτήσαν :
—Γιά πές μας, πές μας, τί φορεΐ γιά νά τόνε γνωρίσμε;
25—Κάτω στήν Γερουσαλήμ, σέ περιβόλι μέσα,
μέσα σέ δάφνες καί μυρτιές κάθεται ξεφαντώνει,
-γαλάζιο ζωστικό φορεΐ, κόκκινο πανωφόρι,
βαστάει καί στο χέρι του βαγγέλιο άσημένιο,
βαστάει καί στ’ άλλο χέρι του ολόκληρο τόν κόσμο.
30 ’Εκεί κάθετ’ ό Χριστός μέ δώδεκα ’Αποστόλους,
μέ δέκ`όκτώ πνευματικούς, μέ δέκ’ οκτώ παπάδες.
Σάν έδοσε καί χύμιξαν ωσάν τής γης μυρμήγκι,
άπ’ τα ντουβάρια έμπαιναν καί άλλ’ άπό την πόρτα.
“Οταν τούς είδε ό Χριστός πολύ τούς προσηκώθκε
35 «Καλώς τις φίλ` μου ποΰλθανε, καλώς καί τις εχθροί μου,
φέρτε τ’ άργυροπότηρα τις φίλ’ μου νά κεράσω».
— ‘Εμείς έδώ δεν ήλθαμε νά φάμε καί νά πιούμε,
μόνον σας αγαπούσαμε κι’ ήλθαμε νά σας δούμε.
40 Πήρε τό έρμο κούμαρο νά πιή νερό νά σκάση
καί μέ με τό μάτι έγνεψε καί μέ τό στόμα λέγει,
«Αύτός είναι καί πιάστε τον, γλήγορα μη σας φύγει.»
Ό Χριστός σάν τ’ ακούσε πολύ βαρύ τον ήλθε,
πέντε λογιοΰ έγένηκε νά μην τον έγνωρίσουν,
45 άλλοι τον βλέπουν σάν μωρό καί άλλ’ τόν βλέπουν γέρο,
καί πάλι τόν έγνώρισαν.
‘Απ’ τά μαλλιά τόν πιάσανε, στά μάρμαρα τόν κρουσαν,
γιά μιά τον έκαπίστρωσαν τού βουβαλιού καπίστρι,
γιά μιά τόν έτσολιάσανε τού βουβαλιού τό τσόλι,
50 γιά μιά τόν έφορέσανε άγκαθερό στεφάνι,
γιά μιά τόν έποτίσανε τριώ χρονού τό ξίδι.
Τρία πικρά τόν έδοσαν, τρία φαρμακωμένα,
τόν ζόχο καί τόν μάρουλο καί πικρομαρουλίτσα,
στον τσιγκενέ πηγαίνανε περόνια νά τούς φκιάση.
55 Σηκώθηκε ή Παναγιά τήν προσευχή της κάνει
καί τόν θεόν παρακαλεΐ γιά τόν μονογενή της,
νά τήν χαρίσ’ τόν γιόκα της καί τόν μονογενή της.
Βλέπει τόν ούρανό θαμπό καί τ’ άστρα φουρκωμένα
καί τό φεγγάρι τό λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο.
60 «Τί έχεις ήλιε, κ’ είσαι θαμπός, άστρί μου φουρκωμένο;
καί σύ φεγγάρι μου λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο ;»
Βλέπει καί τόν Γιάννη πού έρχεται πολύ άνταριασμένος,
δεξιά βαστά στο χέρι του μαλλιά ‘π τήν κεφαλή του,
ζερβιά βαστά στο χέρι του μαντήλι ματωμένο.
65 «Τί έχεις Γιάννη μ’, καί θλίβεσαι καί βαριαναστενάζεις ;
ό δάσκαλος σέ μάλωσε ή τό χαρτί σου χάσεις;»
—0 δάσκαλος δέ μέ μάλωσε, μήτε τό χαρτί μ’ έχασα,
δέν έχω στόμα νά στο πώ, μιλιά νά στο μιλήσω.
Οί Όβρηοί οί άνομοι καί τρεις καταραμένοι,
70 έπιάσανετόν γιόκα σου καί μένα δάσκαλό μου,
Σαν τ’ ακούσε ή Παναγιά λιγοθυμιά την ήλθε,
Σταμνί νερό την περεχοΰν κι’ έξήντα δυο του μόσχου
κ’ έξήντα μοσχοκάρυδα όσο να συνειφέρη.
Σαν έδοσ’ καί συνέφερε αυτόν τον λόγο λέγει.
75 «”Οποιος άγαπά τον γιόκα μου, όλοι μαζύ μ’ νά δράμουν».
Ή Μάρθα ή Μαγδαληνή του ’Ιακώβ ή μάννα
καί του Λαζάρ’ ή άδελφή ή καλοχαϊδεμένη
όλες μαζυ της πάνε.
Πήραν τον δρόμο τό δρομί, δρομί τό μονοπάτι
80 καί τό δρομί τις έβγαλε στου τσιγκενέ την πόρτα.
-«Καλώς τά κάμνεις μάστορη, καλώς τά πολεμάεις.»
— Οί Όβρηοί μέ είπανε περόνια νά τούς κάμω,
έκεΐν’ μέ είπαν τέσσερα καί γώ τούς κάμνω πέντε,
τά δυό, στά δυό του πόδια του, τά δυό, στά δυό του χέρια,
85 τό πέμπτο τό τριπίθαμο στη μέσ’ στον όφαλό του,
νά δράμη αίμα καί νερό νά πικραθή ή καρδιά του.
Σάν τ’ ακούσε ή Παναγιά λιγοθυμιά την ήλθε,
σταμνί νερό τήν περεχοΰν κ’ έξήντα δυό του μόσχου
κ’ έξήντα μοσχοκάρυδα όσο νά συνειφέρη.
90 Σάν έδοσ’ καί συνέφερε αύτόν τον λόγο λέγει.
«Κατσίβελε φαράγωνε, θεμέλιο νά μή στήσης
καί στάχτη στη γωνίτσα σου ποτέ μήν άποκτήσεις.
Πήραν τον δρόμο τό δρομί, δρομί τό μονοπάτι,
τό μονοπάτ’ τις έβγαλε εις του ληστή τήν πόρτα.
95 Βλέπει τις πόρτες σφαλιστές καί τά κλειδιά παρμένα,
καί τ’ άργυροπαράθυρα βαριά μανταλωμένα.
Φωνή βγάζει στόν ούρανό, φωνή βγάζει στις πόρτες.
«Άνοίξτε πόρτες του ληστή πόρτες του κατεργάρου».
Κ’ οί πόρτες άπ’ τον φόβο τους άνοΐγνε μοναχές τους.
100 Κυττάζ’ δεξιά, κυττάζ’ ζερβιά, κανένα δέν γνωρίζει’
ξανά κυττάει δεξιώτερα, είδε τον αί Γιάννη.
Βαστά περτσιά στό χέρι του, πουκάμσο μέ τό αίμα
καί στήν δεξιά τήν πλάτη του χρυσό βαγγέλιο έχει.
«’Άϊ Γιάννη μ’ Πρόδρομε,
105 ποιος είναι ό ύγιόκας μου καί σένα δάσκαλός σου;»
—Τον βλέπεις αύτόνε τον γυμνό στο ξύλο σταυρωμένο;
αυτός είναι ό γιόκας σου καί μένα δάσκαλός μου.
Σάν τον εΐδ` ή Παναγιά λιγοθυμιά την πάτσε,
σταμνί νερό την περεχοΰν κ’ έξήντα δυο του μόσχου,
110 έξήντα μοσχοκάρυδα καί πάλ’ δεν συνειφέρει.
Σάν έδοκε καί συνέφερε αυτόν τον λόγον λέγει :
«Γιόκα μ’, που εΐν’ τό κάλλι σου; που είν’ ή ομορφιά σου;
γιά σκύψε, σκύψε γιόκα μου, γλυκά να σέ φιλήσω,
νά βγάλω την μπροστέλα μου τό αίμα σ’ νά σφογγίσω.
115 ‘Όλες οί μάννες έκαμαν καί δεύτερα καί τρίτα
καί γώ έκανα μονογενή καί κείνος ζουλεμένος.
Φέρτε τ’ άργυροψάλιδο νά κόψω τά μαλλιά μου,
φέρτε σχοινί νά κρεμασθώ μέ τον μονογενή μου,
δείξτε γκρεμνό νά γκρεμνιστώ γιά τον μονογενή μου.»
120 Άπολογήθκε κι’ ό Χριστός μέ τό καμένο χείλι.
«’Άν κρεμασθεΐς μαννάκα μου, κρεμνιέτ’ ό κόσμος όλος,
άν γκρεμνισθεΐς μαννάκα μου, γκρεμνιέτ’ ό κόσμος όλος.
Πάνε μητέρα μ’, στο καλό καί στην καλή τήν ώρα,
βάλε κρασί μέσ’ τό γυαλί κ’ άφράτο παξιμάδι,
125 κάτσε μάννα στήν τράπεζα καί έπαρε τρεις βούκες
καί κάνε τήν παρηγοριά τήν ευρ’ ό κόσμος όλος
νά τόβρ’ ή μάνν’ άπ’ τό παιδί καί τό παιδί άπ’ τήν μάννα,
νά τόβρη καί άντρόγυνο τό πόλ’ άγαπημένο.
Σαββάτο νά μέ καρτέρής, ή ώρα έξ τής νύχτας,
όταν διαβάζουν οί έκκλησιές καί ψάλλουν οί παπάδες,
130 θ’ άνεστηθώ, θά πεταχτώ, θάλθώ στήν τράπεζά σου.
Τότε Κερά μου Παναγιά, νάχης χαρές μεγάλες.

Ό Χριστός άφσε άπαφή(τελευταία επιθυμία) στήν Παναγία νά κάνη τήν παρηγοριά καί ώς τά σήμερα άπόμκε. Στήν μέσ’ στήν κάμαρα, πού ξεψύχσε ό νεκρός, βάζνε μιά
προσφορά, κι’ άφοΰ γυρίσνε άπ’ τό μνήμα, ό παπάς διαβάζει τρισάγιο, θυμιάζ` όλους, κόφτ’ ύψωμα άπ’ τήν προσφορά, τό κάμνει ψίχουλα μέσα στό ποτήρι τό κρασί καί κάμνει τήν παρηγοριά, δίνει μέ τό χουλιαράκι πρώτα στούς δικούς κι ύστερα στους ξένους.

Θράκικα ΕΛΠΙΝΙΚΗ ΣΤΑΜΟΥΛΗ ΣΑΡΑΝΤΗ

Exit mobile version