“Πολλά τα κύματα και χαλεπόν το κλυδώνιον, αλλ’ ου δεδοίκαμεν μη καταποντισθώμεν. Επί γαρ της πέτρας εστήκαμεν. Μαινέσθω η θάλασσα, πέτραν διαλύσαι, ου δύναται, εγειρέσθω τα κύματα. Του Ιησού το πλοίον καταποντίσαι ουκ ισχύει. Τι δεδοίκαμεν, ειπέ μοι; Τον θάνατον; Εμοί δε το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος. Αλλ’ εξορίαν ειπέ μοι; Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής. Αλλά χρημάτων δήμευσιν; Ουδέν εισενέγκαμεν εις τον κόσμον, δήλον ότι ουδέν εξενεγκείν δυνάμεθα και τα φοβερά του κόσμου εμοί ευκαταφρόνητα και τα χρηστά καταγέλαστα. Ου πενίαν δέδοικα, ου πλούτον επιθυμώ.Ου θάνατον φοβούμαι, ου ζήσω εύχομαι, ει μη διά την υμετέραν προκοπήν. Διό και τα νυν υπομιμνήσκω και παρακαλώ την υμετέραν θαρρείν αγάπην…”
(Αγίου Ιωάννου, του Χρυσοστόμου)
Ίσως αυτοί οι υπέροχοι λόγοι του μεγάλου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ιερού Χρυσοστόμου, αποτυπώνουν πλήρως την επι γης βιοτή του μακαριστού Μητροπολίτου Ιερισσού Νικοδήμου…
Ως υιός Ιερέως, ο αείμνηστος, εξ απαλών ονύχων, αφιέρωσε όλη του την ζωή, εις την Εκκλησία.
Εκ νεότητός του, ετίμησε το μαρτυρικό ράσο, το οποίο και ενεδύθη, εις ηλικίαν εικοσιτεσσάρων ετών, δοθέντος υπό του Μητροπολίτου Ικονίου Ιακώβου, εις τον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος, Χάλκης.
Η ιερατική του πορεία, μεγίστη!
Ιερεύς εις την Ιερά Αρχιεπισκοπή Θυατείρων, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Βλατάδων, καθηγητής της Εκκλησιαστικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, Πρωτοσύγκελλος επί δεκαοκτώ έτη εν Μυτιλήνη.
Εις τα τριάκοντα και ένα έτη Αρχιερωσύνης, που του δώρησε ο Θεός, διαφύλαξε εις το ακέραιον, την ιερά παρακαταθήκη που του ενεπιστεύθη ο Δημιουργός των απάντων, την ημέρα της εις Επίσκοπον χειροτονίας του, τη 29η Μαρτίου 1981, μηδέν προσθέτων, μηδέν αφαιρών.
Ένεκα τούτου, υπήρξε πρότυπο μιμήσεως διά τους νεοτέρους κληρικούς και πρότυπο θαυμασμού διά τους γηραιοτέρους.
Παρά τον πόνο και την αβάστακτη τριπλή δοκιμασία της ορφάνιας, των αειμνήστων γονέων και της αδελφής του, δεν εγόγγυσε, ούτε διαμαρτυρήθηκε ανθρωπίνως αλλά την αντιμετώπισε εν σιωπή και προσευχή.
Εσεβάσθη και έδειξε παραδειγματική υπακοή εις τους δύο πνευματικούς του πατέρες, τους Μητροπολίτες Μυτιλήνης Ιάκωβο τον Α’, τον από Δυρραχίου και Μυτιλήνης Ιάκωβο τον Β’, τον από Σισανίου και Σιατίστης.
Συγχωρούσε όσους τον επίκραιναν, ακόμη και τους αχαρίστους…
Καθ’ όλη την διάρκεια της Αρχιερατικής του διακονίας, είχε αναλωθεί, εις την πραγματοποίησιν έργων και πράξεων.
Ηργάσθη εις την τοπική Εκκλησία για την πνευματική προκοπή του ποιμνίου του, μη λησμονώντας και τις υλικές και οικονομικές ανάγκες τους.
Εχειροτόνησε πολλούς άξιους κληρικούς και ο Δωρεοδότης Κύριος του χάρισε καλούς και δραστήριους συνεργάτες στην εκπλήρωση των πνευματικών του οραματισμών.
Εγκαινίασε Ιερούς Ναούς, ανήγειρε νέους, ίδρυσε Ιερές Μονές, οίκο ευγηρίας, κατασκηνώσεις, ανεγέρσεις παλαιού και νέου Επισκοπικού μεγάρου, ενώ εκ τέφρας αναστήλωσε τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Στεφάνου, τον μεγαλύτερο ίσως πειρασμό του.
Μη δειλιών όμως ουδόλως, ετέλεσε ένα μόλις έτος μετά, το πρώτο Αρχιερατικό συλλείτουργο, προεξάρχοντος του επιστήθιου και αγαπητού εν Χριστώ αδελφού του, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μιλήτου κ. Αποστόλου, Καθηγουμένου της Πατριαρχικής Ιεράς Μονής, Αγίας Αναστασίας, Χαλκιδικής.
Ανέδειξε δε άπαντες τους τοπικούς Αγίους της Μητροπόλεώς του.
Συγκάλεσε αντιαιρετικά και Θεολογικά συνέδρια, μηνιαίες ιερατικές συνάξεις, κατηχητικά όλων των βαθμίδων, σπούδασε άπορους νέους, εξέδιδε εκκλησιαστική εφημερίδα της Ιεράς Μητροπόλεως, ερμήνευσε εξ ολοκλήρου την Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννου, συνέγραψε δεκάδες βιβλία και αμέτρητες ποιμαντορικές εγκυκλίους.
Ο ένθερμος ζήλος του, οι ικανότητές του και τα χαρίσματα του ευγενούς χαρακτήρος του, ήταν ήδη πλέον αναγνωρίσιμα…
Αφιλάργυρος, δεν αποταμίευε εις επίγειες τράπεζες, αλλά εις ουράνιες… φιλακόλουθος, φιλάγιος, δεινός συγγραφέας και υποδειγματικός λειτουργός και κήρυκας του Θείου λόγου.
Αδιαφορούσε δια την επί γης δόξα, την εξωτερική του αμφίεση, τους επαίνους, τις δωρεές που του έδιδαν.
Τα πάντα διένεμε και εδώριζε…
Απόλυτος και ανυποχώρητος εις θέματα Ορθοδόξου πίστεως, αλλά μακρόθυμος και επιεικής, όχι ως προς την αμαρτία, αλλά ως προς τον αμαρτωλό άνθρωπο, ως ζώσα εικόνα και ομοίωση του ενός και μόνου αληθινού Θεού…
Δεν έκρινε, δεν κατέκρινε, ελπίζοντας ίνα μη κριθεί και ο ίδιος αυστηρώς, εν ημέρα κρίσεως.
“Ο Θεός αγάπη εστί…” διεμήνυε εις τα κηρύγματά του, ενώ πάντοτε επαναλάμβανε “την πάσαν ελπίδα μου, εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξον ημάς υπό την σκέπην σου.
Η ελπίδα της σωτηρίας του, αλλά και η βακτηρία των ανθρωπίνων του πειρασμών, ήτο η Θεοτόκος.
Ό,τι εκήρυττε, αυτό και έπραττε…
Με θαυμαστή αξιοπρέπεια και καρτερικότητα, υπέμεινε τις δύο επισκέψεις της ασθενείας του, τον Νοέμβριο του έτους 1992 και τον Ιανουάριο του 2012.
Οι πάντες, έλεγε είμεθα μελλοθάνατοι…από ένα νεογέννητο βρέφος που μπορεί να αποχωρήσει από την ζωή, μετά ολίγων λεπτών έως οποιονδήποτε άνθρωπο, ανεξαρτήτου ηλικίας.
Ουδείς γνωρίζει την ώρα και την στιγμή που θα αρχίσει δια τον καθένα από ημάς, “το τελευταίο του ταξίδι, άνευ αποσκευών…” τόνιζε, είτε αυτό είναι ξαφνικό είτε κατόπιν δοκιμασιών…
Απτό παράδειγμα, του ότι ήταν πάντοτε “έτοιμος”, μετά την πρώτη επέμβαση καρδιάς, παρά τις αυστηρές συμβουλές των ιατρών για λιγότερες δραστηριότητες στο έργο του, τουναντίον συνέχιζε όπως πρώτα να χοροστατεί, να ιερουργεί ακόμη δε και να προεξάρχει, εις πολύωρες αγιορείτικες αγρυπνίες.
Μετά πάλι από αρκετά έτη από την δεύτερη και δυσκολότερη επέμβαση, δύο μήνες μετά, μετέβη εν Αθήναις ίνα παραστεί εις χειροτονία γνωστού αδελφού του, Επισκόπου…
Η ασθένειά του, τον επισκέφθηκε εντελώς ξαφνικά με διάρκεια εννέα μηνών.
Η τελευταία του Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, ήταν την νύκτα της Αναστάσεως.
Αυτή ήταν και η τελευταία του ευτυχισμένη ημέρα…
Ανεχώρησε δια την αιωνιότητα, πάλιν ημέρα Αναστάσεως, Κυριακή, 16η Σεπτεμβρίου, του έτους 2012.
Εν φθαρτότητι πλέον το σώμα του, εν αφθαρσία η αθάνατος ψυχή του.
“Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον, πως ψυχή εκ του σώματος, βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας και της συμφυίας ο φυσικώτατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμνεται…”
Ευελπιστούμε, ότι η αναπόφευκτη διά όλους ημάς, μετάβαση εκ του βιολογικού θανάτου εις την αιώνιον ζωή, του μακαριστού πατρός ημών και Ιεράρχου, να του έχει χαρίσει τα αγαθά του Παραδείσου, βραβεία και στέφη τα ουράνια.
Ας ελπίζουμε ότι και ημείς οι “φιλοξενούμενοι” εις αυτή την ζωή, εκείνη την φοβερά ώρα, ο φύλαξ Άγγελός μας, να μας εύρει έτοιμους, ίνα σκεπάσει με τις πτερούγες του, την ανυπεράσπιστη και τρεμάμενη ψυχή μας.
“Περιπατείτε έως το φως έχετε, ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη…” (Ιω.12,35)
Οκτώ έτη από την συμπλήρωση της εις ουρανούς μεταβάσεώς του, η μνήμη του, θα παραμένει πάντοτε άσβεστη και ζώσα από όλους όσους τον ηγάπησαν και τον ετίμησαν, ως δείγμα ελάχιστης ευγνωμοσύνης έναντι της άκκρας συγκαταβατικότητος και ανεκτικότητος προς όλους ημάς.
*Του Αγγέλου Πάκλαρα, Θεολόγου στην Romfea.gr