Και οι σαράντα αυτοί Άγιοι ήταν στρατιώτες στο πιο επίλεκτο τάγμα του στρατού του Λικινίου. Όταν αυτός εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, οι Άγιοι σαράντα συλλαμβάνονται αμέσως από τον έπαρχο Αγρικόλα (στη Σεβάστεια). Στην αρχή τους επαινεί και τους υπόσχεται αμοιβές και αξιώματα, για να αρνηθούν την πίστη τους. Τότε ένας από τους σαράντα, ο Κάνδιδος, απαντά: «Ευχαριστούμε για τους επαίνους της ανδρείας μας. Άλλ’ ο Χριστός, στον όποιο πιστεύουμε, μας διδάσκει ότι στον καθένα άρχοντα πρέπει να του προσφέρουμε ό,τι του ανήκει. Και γι’ αυτό στο βασιλέα προσφέρουμε τη στρατιωτική υπακοή. Αν, όμως, ενώ ακολουθούμε το Ευαγγέλιο, δεν ζημιώνουμε το κράτος, αλλά μάλλον το ωφελούμε με την υπηρεσία μας, γιατί μας ανακρίνεις για την πίστη πού μορφώνει τέτοιους χαρακτήρες και οδηγεί σε τέτοια έργα;» Ο Αγρικόλας κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους επιβληθεί με ήρεμο τρόπο και διέταξε να τους βασανίσουν. Οπότε, μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τους ρίχνουν στα κρύα νερά μιας λίμνης. Το μαρτύριο ήταν φρικτό. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν. Αλλα αυτοί ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, λέγοντας: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Λίγο ας υπομείνουμε και σε μια νύχτα θα κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα».
Ενώ προχωρούσε το μαρτύριο, ένας μόνο λιποψύχησε και βγήκε από τη λίμνη. Τον αντικατέστησε όμως ο φρουρός (Αγλάϊος), που είδε τα στεφάνια πάνω από τα κεφάλια τους. Ομολόγησε το Χριστό, μπήκε στη λίμνη και μαζί με τους 39 παίρνει και αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού μισοπεθαμένους τους έβγαλαν το πρωί από τη λίμνη και τους συνέτριψαν τα σκέλη. Τα μαρτυρικά λείψανα ευρέθησαν από τους Χριστιανούς σε κάποιο γκρεμό, όπου είχαν συναχθεί κατά θεία οικονομία και ενταφιάσθηκαν με ευλάβεια.
Στον Ευεργετινό αναφέρεται ότι ενώ οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως έχοντας παραμείνει όλη τη νύχτα μέσα στην παγωμένη λίμνη και καθώς τους έσερναν στον αιγιαλό για να τους συντρίψουν τα σκέλη, η μητέρα ενός Μάρτυρος παρέμενε εκεί πάσχουσα με αυτούς, βλέποντας το παιδί της που ήταν νεότερο στην ηλικία από όλους, μήπως και λόγω του νεαρού της ηλικίας και της αγάπης προς την ζωή, δειλιάσει και βρεθεί ανάξιο της τιμής και της τάξεως των στρατιωτών του Χριστού. Στεκόταν λοιπόν, εκεί και άπλωνε τα χέρια της προς το παιδί της λέγοντας: «Παιδί μου γλυκύτατο, υπόμεινε για λίγο και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μην φοβηθείς τις βασάνους. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτε δεν θα είναι από εδώ και πέρα πικρό, τίποτα το επίπονο δεν θα απαντήσεις. Όλα εκείνα παρήλθαν, διότι όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Χαρά μετά από αυτά, άνεση, ευφροσύνη. Όλα αυτά θα τα γεύεσαι, διότι θα είσαι κοντά στον Χριστό και θα πρεσβεύεις εις Αυτόν και για μένα που σε γέννησα».
Στίς 9 Μαρτίου, «τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν ἐν Σεβαστείᾳ τῇ λίμνη μαρτυρησάντων». Ὁ ἐνοριακός Ναός τοῦ Γοματίου εἶναι ἀφιερωμένος στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τούς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες.
Ἡ γιορτή τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα, εἶναι μιά ἀπό τίς πιό λαμπρές ἡμέρες τοῦ χωριοῦ. Πολλές οἱ λειτουργικές ἐκδηλώσεις πρός τιμήν τῶν Ἁγίων καί μεγάλη ἡ συμμετοχή τῶν ἐνοριτῶν τοῦ Γοματίου, καθῶς καί τῶν ὁμόρων ἐνοριῶν τῆς Μεγάλης Παναγίας, Πυργαδικίων, Ἀρναίας, Ἱερισσοῦ κι ἄλλων.
Ὅλα τά ἀνοιξιάτικα ἄνθη τοῦ χωριοῦ προσφέρονται ἀπό τούς κατοίκους ἁπλόχερα στή χάρη τῶν Ἁγίων. Μέ αὐτά, οἱ εὐλαβεῖς κυρίες τήν παραμονή στολίζουν τίς εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων, ἀλλά καί τήν εἴσοδο τοῦ Ναοῦ, ὅπου βάζουν στεφάνια ἀπό δάφνες καί φοίνικες. Οἱ σημαῖες δίνουν μιά ἰδιαίτερη ἑορταστική ἀτμόσφαιρα καί λαμπρότητα.
Μιά ἑβδόμαδα πρίν, κάποιες γυναῖκες μαζεύουν ἀπό τό χωριό τά ὑλικά καί τά συγκεντρώνουν στό κτίριο τῆς Πρόνοιας, πλάι ἀπό τό Ναό, καί τήν παραμονή ἑτοιμάζουν τό «κουρμπάνι» γιά τήν αὐριανή τράπεζα. Ἔχει καί ἡ Μεγάλη Σαρακοστή τήν ἀνάπαυλα καί τή χαρά της, τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων,Φέτος «Τεσσαράκοντα γάρ ὄντες τήν τεσσαρακονθήμερον ἁγιάζεται», λέγει ὁ ψαλμωδός καί τοῦτο τό λέγομεν διότι, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἡ γιορτή τῶν Ἁγίων τυχαίνει μέσα στή Μεγάλη Σαρακοστή.
Ἡ Νηστεία ἐπιβάλλει νηστήσιμα φαγητά. Γι᾽αὐτό καί οἱ κυρίες θά καθαρίσουν τά ρεβύθια, τά κρεμμύδια καί τά ἄλλα ἀπαραίτητα γιά τήν παραδοσιακή ρεβυθάδα, καθώς ἐπίσης θά τεμαχίσουν καί θά πλύνουν τά καλαμάρια γιά τό πανηγυρικό γεῦμα. Λίαν πρωί καί πρίν ἀκόμη σημάνουν οἰ καμπάνες, μέ προθυμία καί ζῆλο οἱ ὑπεύθυνες τοῦ μαγειρέματος ἀνάβουν φωτιές καί μέσα σέ μεγάλα καζάνια μαγειρεύουν τά φαγητά : τη ρεβυθάδα καί τή μανέστρα μέ καλαμαράκια.
Πηγή: «Ἀπό τόν Σεπτέμβριο ὥς τόν Αὔγουστο – Ἑορτές καί πανηγύρεις στό Γομάτι», Ἱερομόναχος Ἀναστάσιος