Ακριβώς εκείνη τη γλυκιά στιγμή που ήμουν έτοιμος να παραδοθώ στην αγκαλιά του Μορφέα, πέρασε το κατώφλι του δωματίου μου ο κύριος Κώστας.
Τραβώντας απαλά μιά καρέκλα, ήρθε και κάθισε κοντά στο κρεβάτι μου. Έγειρε προς το μέρος μπροστά και σχεδόν ψιθυριστά παραφράζοντας ελαφρά τον εαυτό του είπε:
— Τι περιμένουνε στην αγορά συναθροισμένοι;
Πολύ δυσαρεστήθηκα όπως καταλαβαίνετε από τον εισβολέα, ο οποίος διάλεξε την ποιο ακατάλληλη στιγμή για να έρθει και να μου θέσει το φιλοσοφικό του ερώτημα, και δεν αδικώ καθόλου τον εαυτό μου, όταν το πρώτο που μου πέρασε από το μυαλό να του ανταπαντήσω στην ερώτησή του ήταν: «οεο!»
— Τι περιμένουνε στην αγορά συναθροισμένοι; «οεο!»
Μα ευτυχώς ήταν μια σκέψη τις στιγμής. Και μόνο το γεγονός ότι αυτός ο γεράκος θα πρέπει να κόντευε τα 150 χρόνια ζωής, ήταν κάτι που με συγκράτησε και δεν παραφέρθηκα.
Γύρισα προς το μέρος του και αποκρίθηκα:
— Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Τότε αυτός ανακάθησε και άρχισε να μιλά μόνος, σαν στον εαυτό του:
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
__
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Όταν σταμάτησε, όταν οι λέξεις σώθηκαν, δεν ξέρω ποιος ένοιωθε περισσότερο γερασμένος σε εκείνο το δωμάτιο.
Άσε με να κοιμηθώ κύριε Κώστα μου…