Featured

Ο γάμος της θείας μου στην παλιά Ιερισσό το 1930

By admin

July 29, 2024

Κείμενο: Αλκιβιάδης Κούμαρος

Η θεία μου η Βάγια, αδερφή της μάνας μου, ήταν εφτά χρόνια με έναν νέο εκείνης της εποχής λογοδοσμένη και αρραβωνιασμένη. Δύο χρόνια λογοδοσμένη και πέντε αρραβωνιασμένη. Γιατί αργήσανε τόσο; Ο νέος είχε τέσσερις αδερφές κι έπρεπε να παντρέψει τις δύο. Σ’ όλο αυτό το διάστημα η θεία μου ετοίμαζε τα προικιά της, όπως όλες οι κοπέλες του χωριού που ετοίμαζαν την προίκα τους. Η θεία μου είχε γεμίσει δυο μπαούλα υφαντά και πλεχτά και δύο μπόγους χοντρά, μία φλοκάτη, τσέργες, κιλίμια και κουρελούδες. ́Ενα χάλκινο καζάνι και άλλα κατσαρολικά. ́Υστερα από τόσα χρόνια αποφάσισαν να παντρευτούν. Μια Κυριακή μετά το Πάσχα, στη μέση της εβδομάδας, άρχισαν τις ετοιμασίες. Την Πέμπτη κάλεσε η θεία μου κάτι κοπέλες και παλικάρια να πάνε να φέρουν βάγια από ένα βουνό. Η θεία μου με έστειλε να πάω να καλέσω ένα παλικάρι, τον Γιώργο τον Βαγιωνά, να έρθει με το μαντολίνο του. Αφού συγκεντρώθηκαν όλοι, οι κοπέλες με τις τρόκνιες στην πλάτη και τα παλικάρια με τα τσεκούρια στο χέρι, ξεκίνησαν. Πήγα κι εγώ μαζί τους, περάσαμε όλα τα στενά σοκάκια και πήραμε το καλντερίμι και φτάσαμε στον Αϊ-Γιώργη. Ο Γιώργος, αφού ανεβήκαμε την ανηφόρα πήρε στο χέρι το μαντολίνο και άρχισε να παίζει έναν σκοπό και να τραγουδάει. Στο τραγούδι τον ακολουθούσαν όλοι. ́Ηταν μια όμορφη μέρα για μένα, σαν παιδί που ήμουνα και άκουγα αυτές τις όμορφες φωνές απ ́αυτήν την παρέα. Εκτός από το τραγούδι άκουγα τα γέλια τους, τα πειράγματα και τα αστεία τους. Το τραγούδι είναι αυτό:

• Πάω στη βρύση Βάγια μου,

• πάω στη βρύση για νερό Βάγια.

• Να πιω και να γεμίσω (δις).

• Στο δρόμο Βάγια.

• Στο δρόμο από πήγαινα Βάγια,

• στο δρόμο που πηγαίνω,

• σταυρώνω μια κόρη μ ́,

• σταυρώνω δυο Βάγια, σταυρώνω

• τρεις Βάγια

• και πέντε Βάγια.

• Σταυρώνω την αγάπη μου, Βάγια

• που έρχεται από το αμπέλι.

• Σταφύλια έχει στην ποδιά, Βάγια

• και μήλα στο μαντήλι,

• δυο μήλα την εζήτησα

• και αυτή μου δίνει πέντε.

• Δεν θέλω εγώ κόρη μ ́τα μήλα σου,

• Βάγια, τα τσαλαπατημένα,

• τα δυο σου μήλα, Βάγια, θέλω εγώ

• τα μοσχομυρισμένα.

Περπατώντας στο δρόμο που είχε δεξιά και αριστερά αμπέλια, βαδίζαμε σ ́ ένα δρόμο στενό μέσα στα σπαρμένα χωράφια, που έδειχναν σαν ένα πράσινο χαλί, με χρώματα που τα δημιουργούσαν τα αγριολούλουδα της άνοιξης. ́Οταν φτάσαμε στο τέλος του χωραφιού στρίψαμε δεξιά και μπήκαμε στο δασάκι. Τα παλικάρια με τα τσεκούρια άρχισαν να κόβουν κλαδιά από τις βάγιες που ήταν φυτρωμένες εκεί στο δασάκι. Οι κοπέλες πήραν τα κλωνάρια και τα έβαλαν στις τρόκνιες. Όταν συμπλήρωσαν αυτό που ήθελαν φορτώθηκαν τις τρόκνιες με τα κλαδιά και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Σε όλο το δρόμο δε σταμάτησαν τα γέλια και τα πειράγματα. Στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, σταματήσαμε και ο Γιώργος πήγε και άναψε το καντήλι. Περνώντας την κατηφόρα προς το χωριό οι κοπέλες άρχισαν ένα τραγούδι: “μια κόρη από τον Όλυμπο”. Αυτό το ωραίο τραγούδι, που το τραγουδούσαν τα παλικάρια με τις κοπέλες και το συνόδευε ο Γιώργος με το μαντολίνο. Έσκιζε τον αέρα και ανοίγαν πόρτες και παράθυρα και βγαίναν στα μπαλκόνια και μας χειροκροτούσαν και μας εύχονταν “οι ώρες οι καλές”. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, τα κορίτσια έβγαλαν τις τρόκνιες από την πλάτη τους, κάθισαν και άρχισαν να μαδούν τα φύλλα της βάγιας από τα κλωνάρια. Η θεία μας έφερε τέσσερα προσκέφαλα που τα είχε υφάνει η ίδια στον αργαλειό της και άρχισαν να τα γεμίζουν με τα φύλλα της βάγιας. Την άλλη μέρα ήρθαν δύο- τρία παλικάρια και έδεσαν σκοινιά από κολόνες ξύλινες και πάνω στα σκοινιά άρχισαν να απλώνουν την προίκα της. Τα σκοινιά γέμισαν από κιλίμια, διαδρόμους και άλλα πλεκτά. Άρχισαν να μαζεύονται γυναίκες μικρές, μεγάλες, να δουν την προίκα της Βάγιας. Αυτό κράτησε ως το βράδυ. Πριν βασιλέψει ο ήλιος άρχισαν να μαζεύουν τα προικιά, να τα βάζουν στα σεντούκια και τα πήγαν στο δωμάτιο. Στα δυο σεντούκια έβαλαν όλα τα λεπτά τραπεζομάντηλα, σεντόνια και κιλίμια. Τα χοντρά, φλοκάτες, διαδρόμους και άλλα, τα έκαμαν δέματα, τα ετοίμασαν να τα πάνε την άλλη μέρα στο σπίτι του γαμπρού. Όταν ξημέρωσε το Σάββατο μαζεύτηκαν οι φίλες και καλεσμένες να βοηθήσουν τη νύφη, ήρθε και ο γαμπρός και μια κοπέλα έβαλε σ ́ ένα πιάτο αλεύρι και το έριξε πάνω στο γαμπρό, ήταν έθιμο να αλευρώνουν το γαμπρό. Μετά το μεσημέρι ήρθαν δυο αγωγιάτες με δυο άλογα να φορτώσουν την προίκα. Μια κοπέλα πήρε δυο χαρτομάντηλα άσπρα και έδεσε το ένα στο καπίστρι του πρώτου αλόγου, το ίδιο έκανε και στο άλλο άλογο. Τα παλικάρια κατέβασαν τα σεντούκια και τα φόρτωσαν στο πρώτο άλογο, τα δυο δέματα στο άλλο, έβαλαν από ένα κιλίμι και τα σκέπασαν. Πήραν τα δυο προσκέφαλα που ήταν γεμάτα με βάγια και τα έβαλαν πάνω στα σαμάρια. Πήραν ένα αγοράκι 5-6 ετών και το έβαλαν ανάμεσα στα προσκέφαλα και κάθισε. Πήραν και ένα κοριτσάκι και το έβαλαν στο δεύτερο άλογο. Στα χέρια του αγοριού πέρασαν από ένα μεγάλο κουλούρι με σουσάμι και του έδωσαν να κρατά δυο μικρές μάλλινες άδειες ποτίλιες. Στο κοριτσάκι έδωσαν να κρατάει μόνο τα δυο κουλούρια και δυο κλωνάρια βάγιας. Ο Ραμπότας άρχισε να παίζει το κλαρίνο και οι αγωγιάτες κρατούσαν τα καπίστρια και άρχισαν να προχωρούν πίσω από τα άλογα. Δυο νέοι κρατούσαν ένα χάλκινο καζάνι. Ήταν και αυτό μέσα στην προίκα που έπαιρνε η νύφη. Την άλλη μέρα μετά από την εκκλησία ήρθαν στο σπίτι κοπέλες φίλες της θείας μου και άρχισαν να στολίζουν τραγουδώντας τη νύφη. Της φόρεσαν στο κεφάλι ένα βέλο, κάτι τσίπες και τα τέλια, κάτι χρυσές κλωστές, τα κρέμασαν δεξιά και αριστερά. Τα τραγούδια τα συνόδευε ο Γιώργος με το μαντολίνο. Με έστειλαν στο σπίτι του γαμπρού να τους πω ότι η νύφη είναι έτοιμη. Όταν πήγα ο Ραμπότας με το κλαρίνο και άλλοι και άλλες τραγουδούσαν: “Σήμερα γάμος γίνεται….”. Όταν πήγα πάνω στο σπίτι είδα το γαμπρό να κάθεται και να τον αλείφουν με σαπουνάδα κι έναν κουρέα να τον ξυρίζει. Έδωσα την παραγγελιά και έφυγα. Μετά από μισή ώρα ακούστηκε το κλαρίνο, ερχόταν ο γαμπρός για να πάρει τη νύφη. Οι κοπέλες τραγουδούσαν: “Μια Παρασκευή κι ένα Σάββατο βράδυ η μάνα με έδιωχνε από το αρχοντικό της και ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει να φύγω, φεύγω κλαίγοντας…” Από το ασκέρι του γαμπρού έφυγαν δυο νέοι, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Οι Τέβεροι ανέβηκαν τη σκάλα και πήγαν στην πόρτα του δωματίου να πάρουν τη νύφη. Η πόρτα ήταν κλειστή, τους είπαν να τάξουν, δεν άκουσα τι έταξαν. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε από μέσα η νύφη στολισμένη. ́Εκαμε τρεις μετάνοιες στο κοινό και τρεις στην πόρτα της. ́Υστερα την πήρε ο Τέβερης και η Τεβερίσσα και την οδήγησαν στη σκάλα και από εκεί μπροστά στον κουμπάρο και την κουμπάρα, έκαμε μια μετάνοια στον κουμπάρο, του καρφίτσωσε στο πέτο του ένα κόκκινο μαντίλι, ένα ψεύτικο λουλούδι, το άνθος της λεμονιάς και λίγα χρυσά τέλια. Το ίδιο έκαμε και στην κουμπάρα, έβαλε ένα μαντιλάκι και στον προικάτορα, ο οποίος βάδιζε μπροστά κρατώντας μια γυάλινη μποτίλια με κρασί. Μετά απ ́όλα αυτά ο Ραμπότας με το κλαρίνο, ένα μαρς και ξεκίνησαν για την εκκλησία. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά περάσαμε από μια δίφυλλη ξύλινη πόρτα και μπήκαμε στο προαύλιο της εκκλησίας. Στην είσοδο μας περίμενε ο παπάς. Προχώρησε η νύφη και ο γαμπρός, τους πήρε ο παπάς και τους οδήγησε κάτω από τον πολυέλαιο, σ ́ ένα μεγάλο τραπέζι, που είχε επάνω το Ευαγγέλιο, τα στέφανα κι άρχισε το μυστήριο του γάμου. Ο γαμπρός και η νύφη ενωμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, δίπλα τους η παράνυφη και πίσω ο κουμπάρος και η κουμπάρα. Ο παπάς με ένα βιβλίο στο χέρι συνέχιζε την ψαλμωδία. Σε μια στιγμή, όταν σήκωσε το Ευαγγέλιο πάνω από τα κεφάλια των νεονύμφων και είπε ευλογημένη η βασιλεία, ο γαμπρός τινάχτηκε, τον πάτησε στο πόδι η νύφη, σύμφωνα με το έθιμο. Στο τέλος του μυστηρίου ο παπάς πήρε το γαμπρό από το χέρι. Η κουμπάρα έβγαλε από το πανέρι ένα ύφασμα και το έριξε πάνω στον ώμο της νύφης και του γαμπρού. ́Οταν ο παπάς έλεγε το “Ησαΐα χόρευε…” η κουμπάρα έριχνε το βαμβακόσπορο και κουφέτα πάνω στους νεονύμφους. Μετά από το στεφάνωμα άρχισε να αδειάζει η εκκλησία, οι νεόνυμφοι βγήκαν στο προαύλιο της εκκλησίας, δεν έφυγαν από την πόρτα που ήρθαν αλλά από μια μονόφυλλη πόρτα που ήταν στο βόρειο μέρος της αυλής. Είκοσι μέτρα πέρα από την πόρτα ήταν μια πύλη της αρχαίας Ακάνθου, Καμάρα την έλεγαν, ήταν μια γρανιτένια τετράγωνη κολόνα τρία μέτρα κολλημένη όρθια πάνω στο κάστρο και άλλη μια από την άλλη πλευρά και μια από πάνω στις δυο οριζόντια από αυτή. Την Καμάρα την περνούσαν όλες οι νύφες με τους άνδρες για να στεργιώσουν, από εκεί πέρασε και η Βάγια νύφη και μετά πήραν το δρόμο για το σπίτι του γαμπρού. Ο προικάτορας μπροστά και πίσω ο Ραμπότας με το κλαρίνο παίζοντας έφτασαν στο σπίτι του γαμπρού. Η αυλή ήταν γεμάτη καλεσμένους. Οι νεόνυμφοι ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα, έξω από τον οντά τους περίμενε η πεθερά της νύφης, η νύφη πήγε κοντά της τής έκανε μια μετάνοια και της φίλησε το χέρι. Η πεθερά κρατούσε στο χέρι της ένα πιάτο γεμάτο με μέλι, πήρε το δεξί χέρι της νύφης και έβαλε το δάχτυλό της μέσα στο μέλι και έκαμε ένα σταυρό στο πάνω περβάζι της πόρτας, αφού το έκαμε τρεις φορές, το ίδιο έκαμε και στα άλλα δυο όρθια περβάζια. Η πεθερά τα σκούπισε μ ́ ένα καθαρό άσπρο πανί, πήρε τη νύφη από το χέρι και την οδήγησε μέσα στον οντά. ́Εξω στην αυλή οι καλεσμένοι έστησαν χορό με τη μουσική του Ραμπότα. Χόρευαν όλοι, χόρεψε ο κουμπάρος με την κουμπάρα, με τη νύφη και το γαμπρό έως την ώρα που πήγε ο ήλιος στη μανίτσα του. Μετά από δυο μέρες με έντυσε η μάνα μου να πάω να συνοδέψω τη θεία μου να φέρει νερό από του Τσίμνου το πηγάδι. ́Ετσι ήταν το έθιμο. Όταν πήγα στο σπίτι η θεία μου ήταν έτοιμη, είχε μια τρόκνια και δυο στάμνες, μια μεγάλη και μια μικρή. Τις φορτώθηκε στην πλάτη πήρε και έναν κουβά με σκοινί στο χέρι και ξεκινήσαμε. Μου είπαν να βαδίζω μπροστά ένα μέτρο να μην μπει άλλος ανάμεσά μας. Η θεία μου με το βέλο στο κεφάλι βάδιζε πίσω μου και όταν ανταμώναμε κάποιον ή κάποια ηλικιωμένη τους έκανε μια μετάνοια, μια κλίση προς τα εμπρός. Βαδίζοντας φτάσαμε στο κέντρο του χωριού εκεί στο καφενείο του Γιώργου. Σταματήσαμε, όπως ήταν φορτωμένη έκαμε τρεις μετάνοιες. Όλοι σηκώθηκαν από τα καθίσματα, την ευχήθηκαν “στεργιωμένη” και συνεχίσαμε το δρόμο ως το πηγάδι. ́Ηταν και άλλες γυναίκες όλες σταμάτησαν. Η θεία μου κατέβασε την τρόκνια με τις στάμνες, έκανε τρεις μετάνοιες, ύστερα έβαλε το δεξί της πόδι πάνω στο χείλος του πηγαδιού έβγαλε ένα φλουρί από την τσέπη της το έβαλε επάνω στο παπούτσι της και το τίναξε και έπεσε το φλουρί μέσα στο πηγάδι. Πήρε τον κουβά και άρχισε να βγάζει νερό και γέμισε τις στάμνες, τις φορτώθηκε και φύγαμε για το σπίτι χωρίς μετάνοιες απ ́τον ίδιο δρόμο. Την άλλη μέρα σύμφωνα με την παράδοση και το έθιμο έπρεπε οι νεόνυμφοι να πάνε μια εκδρομή, να πάνε να πηδήσουν τρεις πούκους με νερό, ο ένας ήταν προς το χωριό οι άλλοι δυο στον προφήτη Ηλία. Το μεσημέρι γυρνούσαν στο σπίτι. Το Σάββατο έβαλε η νύφη το βέλο στο κεφάλι και μέσα σ ́ ένα πανέρι έβαλε τον Ταρό. Τα δώρα που θα έδινε στους συγγενείς του γαμπρού ήταν: σκουφούνια μάλλινα, μαξιλάρια χασεδένια κεντημένα, ποδιές και πετσέτες προσώπου. Ντυμένη αυτή και ο σύζυγος πήγαιναν σε όλους τους συγγενείς και φίλους και έδιναν στον καθένα το δώρο του και έπαιρναν από τον καθένα ένα κέρασμα και ευχές. Την άλλη μέρα την Κυριακή η νύφη έβαζε τα καλά της, το βέλο στο κεφάλι, ο άνδρας της και αυτός έβαζε τα καλά του και τους έπαιρνε η πεθερά της νύφης και τους πήγαινε στην εκκλησία. Όταν ο παπάς έλεγε “Όσοι πιστοί προσέλθετε…” πήγαιναν και κοινωνούσανε και έπαιρναν ευχές στεργιωμένοι. Ο γάμος αυτός έγινε πριν από 80 χρόνια. Είχα λάβει κι εγώ μέρος στον γάμο της θείας μου. Ήμουν τότε 10 χρονών. ΥΓ: Ο κος Αλκιβιάδης Κούμαρος ήταν γεννηθείς το 1920. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο γάμος έγινε το 1930.