Σήμερα τα Νέα Μουδανιά γιορτάζουν την Παναγία των προσφύγων, την Παναγία Κορυφινή ή Καλολιμνιώτισσα.
Η ιστορία της εικόνας γνωστή, πολλές φορές φορτωμένη με μυθοπλασίες που δημιουργεί ο χρόνος αλλά δεν παύει να είναι η εικόνα που ήρθε από τις Αλησμόνητες πατρίδες από το μικρό νησί Καλόλιμνο της Προποντίδας μαζί με άλλα ιερά κειμήλια που διέσωσαν οι πρόσφυγες του 1922.
Παναγία Κορυφινή – Καλόλιμνου Προποντίδας
Η καταγωγή της εικόνας είναι από τη νήσο Καλόλιμνο της Προποντίδας, το σημερινό Ίμραλι.
Μια μέρα, ο καπετάνιος ενός πλοίου, που εκτελούσε το δρομολόγιο Πανόρμου-Κωνσταντινούπολης, καθώς πλησίαζε την Καλόλιμνο, διέκρινε πάνω στην κορυφή του βουνού να αναβοσβήνει ένα αστραφτερό φως.
Οδηγούμενος από μια παράξενη δύναμη, άλλαξε την πορεία του, προσάραξε το πλοίο στο γειτονικό λιμάνι και όλοι μαζί, καπετάνιος και πλήρωμα, ακολούθησαν το δρόμο που οδηγούσε ψηλά στην κορυφή του βουνού, όπου φαίνονταν η έντονη λάμψη.
Φθάνοντας στην κορυφή, αντίκρισαν μία σπηλιά, από την είσοδο της οποίας έβγαινε μια μεγάλη δέσμη φωτός.
Ο ευσεβής καπετάνιος έκανε το σταυρό του και μπήκε τρέμοντας στη σπηλιά. Σε μία άκρη της σπηλιάς διέκρινε μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας, η οποία εξέπεμπε ένα υπέρλαμπρο φως, που φώτιζε τη σπηλιά και τη γύρω περιοχή.
Tρέμοντας από συγκίνηση, προσκύνησαν όλοι τους την Άγια εικόνα, τη μετέφεραν με ευλάβεια στο χωριό, την παρέδωσαν στον ιερέα, ο οποίος την τοποθέτησε στην εκκλησία.
Όταν μαθεύτηκε το γεγονός στην ευρύτερη περιοχή, πολλοί πιστοί από τη γύρω περιοχή έρχονταν στο χωριό, για να την προσκυνήσουν. Γρήγορα διαδόθηκαν οι φήμες ότι την εικόνα την είχαν κρύψει στη σπηλιά πιστοί χριστιανοί την περίοδο των εικονομαχιών, για να την προστατέψουν από τα βέβηλα χέρια των εικονομάχων.
Η εικόνα ονομάστηκε Παναγία Κορυφινή, εξαιτίας του γεγονότος που βρέθηκε πάνω στην κορυφή του βουνού. Την άλλη μέρα, χαρούμενοι οι κάτοικοι του χωριού πήγαν μαζί με τον ιερέα στην εκκλησία, για να προσκυνήσουν την Παναγιά και να αναζητήσουν τον οριστικό τόπο, όπου θα την τοποθετούσαν.
Η χαρά τους μεταβλήθηκε σε τρόμο, όταν διαπίστωσαν ότι η εικόνα δεν βρίσκονταν στη θέση της. Αμέσως χτύπησαν οι καμπάνες της εκκλησίας και όλοι οι κάτοικοι, με επικεφαλής τον ιερέα, έσπευσαν να την αναζητήσουν.
Κατευθύνθηκαν προς την κορυφή του βουνού, όπου βρίσκονταν η σπηλιά, μέσα στην οποία ο καπετάνιος και το πλήρωμά του είχαν βρει τη θαυματουργή εικόνα. Φθάνοντας στην είσοδο, με μεγάλη τους χαρά διέκριναν σε μια γωνιά την Παναγιά φωτισμένη από ένα εκθαμβωτικό φως.
Ήταν σαν να τους περίμενε!
Χαρούμενοι μετέφεραν την εικόνα στο χωριό, δοξάζοντας την Παναγιά για την ανεύρεσή της. Το παράδοξο αυτό γεγονός επαναλήφθηκε τρεις φορές.
Η εικόνα της Παναγιάς εξαφανίζονταν με θαυματουργό τρόπο από την εκκλησία, όπου την τοποθετούσαν και την εύρισκαν στη σπηλιά, όπου είχε πρωτοεμφανιστεί.
Τότε ο ιερεύς και οι κάτοικοι του χωριού κατάλαβαν ότι η επιθυμία της Παναγίας ήταν να παραμείνει στη σπηλιά της και συμφώνησαν να της χτίσουν στο ίδιο μέρος μία εκκλησία, όπου και την τοποθέτησαν.
Έκτοτε η Παναγία παρέμεινε στη θέση της και την ημέρα της γιορτής της χιλιάδες προσκυνητές έρχονταν στην κορυφή του βουνού, για να την προσκυνήσουν.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μια οικογένεια πιστών έφεραν τη θαυματουργή εικόνα στα Νέα Μουδανιά, όπου την τοποθέτησαν στην εκκλησία της Παναγίας Κορυφινής, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Η γιορτή της Παναγίας Κορυφινής στα χρόνια που περάσαν
«Ανήμερα της Παναγίας, στο προαύλιο της εκκλησίας, στηνόταν μια μεγάλη εξέδρα και επάνω σ’ αυτήν ανέβαινε ο παπά Πέτρος, ψάλλοντας το τροπάριο της Παναγίας Κορυφινής και άγιαζε τον κόσμο. Επίτροποι συνόδευαν την εικόνα στην εξέδρα. Παράλληλα γυναίκες που είχαν κάνει τάμα να την κρατήσουν, ανέβαιναν μία-μία στην εξέδρα, κάθονταν στο πάτωμα και έπαιρναν την εικόνα στην αγκαλιά τους με μεγάλη συγκίνηση. Αυτό το έθιμο το έφεραν από τα μέρη τους, όπως μας έλεγαν» – Στέλιος Ελαιοδώρου.
Φώτο από το αρχείο του Στέλιου Ελαιοδώρου