Featured

Στανός Χαλκιδικής: Ο μπάρμπα Στεφανής, ο μπάρμπα Διαμαντής και ο κύριος Κώστας (φώτο)

By admin

May 20, 2022

Στανός Χαλκιδικής 3/7/2020. Μικρός όμορφος και δεύτερος σε οικογένειες πολυτέκνων στην Ελλάδα. Παρκάραμε και αποφασίσαμε να απολαύσουμε έναν ελληνικό καφέ στον καφενέ της πλατείας πριν αρχίσουμε την ανάβαση μας. Ο καφετζής μας καλησπέρισε ευδιάθετα και τα καφεδάκια ήταν πολύ σύντομα στο τραπέζι.

Μας πλησίασε αργά με εκείνη την υπέροχη ”πονηρή” και αγνή ματιά που έχουν οι άνθρωποι σε αυτά τα μέρη όταν θέλουν να μάθουν πληροφορίες για τους αγνώστους που έτυχε να μπλεχτούν για λίγο με την τοπική κοινωνία.

– Από πού είστε ρε παλικάρια; Ε ναι κλασσικά, η πρώτη και σημαντικότερη ερώτηση. Ο μπάρμπα Στεφανής όπως μας συστήθηκε, χωρίς το ”μπάρμπα” φυσικά, πατημένος εβδομηντάρης με έξυπνο βλέμμα και γνήσιο ενδιαφέρον, μας κουβέντιασε και μας γνώρισε και τον γνωρίσαμε όσο θα ήθελε. Δεν έκρυψε φυσικά τον ενθουσιασμό του για την βόλτα που σκοπεύαμε να κάνουμε στο βουνό. Μας έδωσε ότι γνώριζε από πληροφορίες και συμβουλές και ζήτησε τον αριθμό του κινητού μου ώστε να μας καλέσει σε περίπτωση που δεν έχουμε επιστρέψει μέχρι την Κυριακή το μεσημέρι όπως του είπαμε πως ήταν το πλάνο. Συγχαρητήρια μπάρμπα Στεφανή μας, μόλις μάθαμε πως ανήκετε στη λίστα με τους απλούς καλούς ανθρώπους αυτού του κόσμου. Ευχαριστούμε που μας ξαναθυμίσατε πως πρέπει να συμπεριφέρεται ένας άνθρωπος στον συνάνθρωπό του.

Χαιρετήσαμε όσους ήταν στον καφενέ εκείνη την ώρα και με τις ευχές τους ξεκινήσαμε. Η απόσταση από τη μικρή πλατεία ως το αυτοκίνητο απαιτούσε πέντε λεπτά περπάτημα. Το ότι ξεκινήσαμε με λιακάδα και φτάσαμε με αέρα και σύννεφα έτοιμα για βροχή ήταν πραγματικά άξιο θαυμασμού. Κοιταχτήκαμε.

– Φύγαμε; – Φύγαμε! Βοηθήσαμε ο ένας τον άλλο να φορτωθούμε την καθιερωμένη ”πραμάτεια” μας και βάλαμε τα αδιάβροχα σε θέση άμεσης πρόσβασης, στρατηγική κίνηση όπως αποδείχθηκε μισή ώρα μετά. Πήραμε τις τελευταίες οδηγίες από δύο συνομήλικους και πολύ πρόθυμους ντόπιους και ανηφορίσαμε.

Μας είπαν πως το καταφύγιο των κυνηγών ήταν δύο χιλιόμετρα μακρυά και φυσικά έγινε αυτομάτως ο προορισμός της πρώτης ημέρας για διανυκτέρευση. Κυνηγετικό καταφύγιο Στανού ”Τα γρόσια” για την ιστορία. Η βροχή ήρθε. Ήρεμη, μελωδική και μυρωδάτη. Κουκουλωθήκαμε καλά και συνεχίσαμε ως το καταφύγιο. Με το που φτάσαμε σταμάτησε, ρε την άτιμη….. Τελικά άρχισα να το δέχομαι σαν χαιρετισμό. ”Γεια σας, καλώς ήρθατε. Αντίο, να μας ξανάρθετε”. Στήσαμε στα γρήγορα στο εσωτερικό του κτιρίου. Παρέα με το σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι, ήπιαμε μερικές μπύρες και τσιμπήσαμε λίγο από τα φαγώσιμα μας. Τα μάτια βάρυναν και η απόφαση ήταν ομόφωνη, ύπνος. Απαραίτητος, σημαντικός και αναπόφευκτος. Το καταφύγιο είχε και αρκετούς μόνιμους κάτοικους. Κάμπιες, σαύρες και σκορπιούς. Ναι σκορπιούς. Ευτυχώς που αυτές οι σύγχρονες σκηνές κλείνουν ερμητικά.

Το Σαββάτο ξημέρωσε. Ο καφές ψήθηκε, τα ρούχα είχαν στεγνώσει και το GPS δούλευε.

– Κουνήσου Πανούτσο, μου λέει ο Στάθης, δέκα πάει η ώρα! Είχε δίκιο, έπρεπε να ξεκινήσουμε. Η Βαρβάρα απείχε περίπου δώδεκα χιλιόμετρα σύμφωνα με τη διαδρομή που είχαμε διαλέξει. Την ακολουθήσαμε πιστά για αρκετή ώρα. Και τώρα πάρτε μία βαθιά ανάσα, κλείστε τα μάτια γιατί έρχεται η μεγάλη είδηση. Χαθήκαμε και πάλι!

Η διαδρομή που πρότεινε το GPS αποδείχθηκε κάποια τυχαία αποθηκευμένη περιπέτεια κάποιου η οποία περνούσε από δύσκολα και δύσβατα σημεία. Όπως και να έχει η άκρη βρέθηκε μετά από λίγη έξτρα περιπέτεια που κόντεψε να φτάσει ακόμη και σε ματαίωση της όλης εξόρμησης. Το καλό είναι πως βρήκαμε και πάλι μία ρεματιά και αυτό πάντα μετράει τελικά. Το ρέμα καθαρό και ήρεμο, δροσερό, κυλούσε με το κελαρυστό του βουητό σβήνοντας κάθε σκέψη και κούραση. Σου έδειχνε πως όλα τα πράγματα στη ζωή έχουν τον τρόπο να βρίσκουν τον δρόμο τους. Ξαποστάσαμε, δροσιστήκαμε και ξαναβρήκαμε τον δρόμο προς τη Βαρβάρα. Αυτή τη φορά δεν μπορώ να πω πως το τοπίο προσέφερε ιδιαίτερη συγκίνηση, αλλά ήταν μία ωραία δασική περιπλάνηση. Κατηφορίζαμε προς το χωριό όταν ακούσαμε τον ήχο του μικρού αγροτικού που μας πλησίαζε από πίσω. Πήγαμε στην άκρη και κάναμε σινιάλο να σταματήσει. Είχαμε περπατήσει αρκετά και δεν θα λέγαμε όχι σε μία διευκόλυνση για τα ένα δύο χιλιόμετρα που είχαν απομείνει. Σταμάτησε. Όταν σκύψαμε στο παράθυρο αντικρίσαμε την πιο ευχάριστη και καλόψυχη φυσιογνωμία που για λίγα δευτερόλεπτα μπορώ να πω πως μας έπιασε να την περιεργαζόμαστε με ακούσια ευχαρίστηση. Ο μπάρμπα Διαμαντής στα ογδόντα οκτώ του χρόνια πλέον, όπως μάθαμε αργότερα από κάποια συχωριανή του, δεν είχε απλά την καλοσύνη να μας ”φορτώσει” μέχρι το χωριό αλλά ήταν ο ίδιος η καλοσύνη με σάρκα και οστά και αυτό το εννοώ. Η έκπληξη του ήταν απόλυτη όταν του είπαμε πως περπατούσαμε από το Στανό. Ο άνθρωπος θα πρέπει να νόμισε πως το έχουμε χάσει τελείως. Παρόλα αυτά γλυκομίλητος και συγκροτημένος μας έδωσε το καλύτερο χέρι, η μάλλον ρόδες, βοήθειας στο τελείωμα του πρώτου μέρους της βόλτας μας. Μπάρμπα Διαμαντή να ξέρεις πως θα ζήσεις για πάντα. Όσο θα σε θυμούνται θα είσαι εδώ πάνω σε τούτο τον κόσμο. Και σου αξίζει και με το παραπάνω να σε θυμούνται, εμείς πάντως σίγουρα. Τον αποχαιρετήσαμε, τον ευχαριστήσαμε περίπου χίλιες φορές και τον αποτυπώσαμε σε μία φωτογραφία για το αρχείο μας. Αλλά πιο πολύ τον χαράξαμε στην καρδιά μας ευχόμενοι να υπάρχουν πολλοί σαν και αυτόν εκεί έξω για να μας κάνουν καλύτερους χωρίς ούτε καν να το προσπαθούν, απλά όντας υπέροχοι και απλοί άνθρωποι.

Πετάξαμε στην κυριολεξία τα σακίδια στο δρόμο δίπλα στο τραπέζι της μικρής καφετέριας και αφεθήκαμε στην ησυχία του μεσημεριού. Γεμίσαμε τα μπουκάλια μας με φρέσκο νερό από τη βρύση της πλατείας και αφού είχαν περάσει αρκετές ώρες ώστε να ξεκουραστούμε καλά, ξεκινήσαμε για πίσω. Δύο πράγματα ήταν πάρα πολλά κατά την επιστροφή, τα κομμένα δέντρα και τα κουνούπια. Ο δρόμος μας περνούσε μέσα από τη περιοχή συγκέντρωσης της υλοτόμησης και το θέαμα από ευχάριστο εξελίχθηκε σε κάτι πιο αλλόκοτο και μπερδεμένο. Το να πηγαίνεις να απολαύσεις τη φύση, το βουνό, τα δέντρα του και τα νερά του και να βρίσκεσαι διασχίζεις ένα ”νεκροταφείο” είναι κάτι πολύ δυσάρεστο. Σε θλίβει και σε εξοργίζει. Κατανοείς το σκοπό του αλλά δεν είναι αυτό που θες να δεις με τα μάτια σου. Ένα αναγκαίο κακό που μαζί με όλα όσα υπάρχουν, μαθαίνεις να ζεις με αυτά και να προχωράς.

Φτάσαμε στα μισά της επιστροφής. Στήσαμε ”σφαλιαρίζοντας” τον εαυτό μας και τον αέρα. Νομίζω πως δεν υπάρχει αριθμός για να καταγράψει τα πόσα κουνούπια υπήρχαν. Μιλάμε για πολλά κουνούπια. Είχαμε μόνο μία επιλογή, μπάσιμο στη σκηνή και ύπνο. Σε καμία περίπτωση δεν είχαν σκοπό να μας άφηναν να περάσουμε λίγο χρόνο κουβεντιάζοντας μέσα στο άγριο σκοτάδι του δάσους.

Είχε σουρουπώσει και λίγο πριν τη μεγάλη έφοδο ώστε να προλάβουμε να μπούμε μόνο εμείς και όχι και κάνα εκατομμύριο κουνούπια μαζί μέσα στη σκηνή, ακούσαμε αυτοκίνητα να κατηφορίζουν το δρόμο. Κυρίες και κύριοι σας παρουσιάζουμε τον κύριο Κώστα. Παππούς από τα πενήντα του και τριάντα εννέα χρόνια ”ξυλάς” στο επάγγελμα. Με πονεμένα γόνατα και πρησμένα χέρια από τη δουλειά αλλά πάντα με όρεξη και υπομονή να βοηθήσει δύο άγνωστους που βρέθηκαν στην ανάγκη. Τον ρωτήσαμε αν θα μπορούσε να μας πάρει μαζί του μέχρι το χωριό γιατί καταλήξαμε πως η διανυκτέρευση αλλά και η διαδρομή της επόμενης ημέρας δεν είχαν πλέον κάτι να μας δώσουν αυτή τη φορά. Και φυσικά δέχτηκε. Πετάξαμε όπως όπως ότι κουβαλούσαμε στη καρότσα και στο λεπτό αποχαιρετήσαμε το βουνό. Στο δρόμο γνωριστήκαμε λίγο και αποδείχθηκε πως είχαμε να κάνουμε με έναν εξαίρετο άνθρωπο. Ομιλητικός, ανοιχτόκαρδος και με απλό ωραίο χιούμορ. Μας ενημέρωσε πως έπρεπε να προλάβει να ποτίσει τα ζώα του και μιας που η καθυστέρηση οφειλόταν εν μέρη και σε εμάς, το να βγούμε για λίγο από τη πορεία μας ήταν το μόνο δίκαιο και αποδεκτό. Ίσα ίσα που είχαμε και την ευκαιρία να θαυμάσουμε από κοντά αυτά τα υπέροχα πλάσματα. Μερικοί άνθρωποι σου βγάζουν το καλό από μέσα σου όσο βαθιά και αν βρίσκεται και ο κύριος Κώστας πιστεύω πως είναι ένας από αυτούς. Το καταλάβαινες πως δεν έκρυβε τίποτα, αυτό που έβλεπες αυτό ήταν. Σαν να είχε μία θετική αύρα γύρω του. Βάζω στοίχημα πως χάρηκε που μας πέτυχε έτσι τυχαία όσο χαρήκαμε και εμείς.

Μας άφησε στη πλατεία, την αφετηρία μας για αυτή τη φορά. Ενημερώσαμε τον μπάρμπα Στεφανή πως επιστρέψαμε σώοι και αβλαβείς και με τις χαιρετούρες από όλους τους παρευρισκομένους ξεκινήσαμε για το αυτοκίνητο λίγο παραπάνω. Μία τελευταία στάση ήταν αναγκαία όμως. Οι τόποι αυτοί είναι όμορφοι, μυρίζουν ωραία αλλά πολλές φορές πρέπει και να τους γευτείς για να ολοκληρωθεί η ανάμνηση που θα πάρεις μαζί σου. Το ταβερνάκι μας το πρότεινε ο κύριος Κώστας και δεν είχε άδικο.

Και έτσι φύγαμε γεμάτοι. Γεμάτοι από όλα. Αλλά αυτή τη φορά οι άνθρωποι ξεπέρασαν την ομορφιά της φύσης. Ήταν πιο έντονοι, πιο ιδιαίτεροι και ευχάριστα απρόσμενοι. Αυτή η βόλτα είχε να κάνει με αυτούς που συναντάς για λίγο και τους έχεις για πάντα στο μέρος με τα καλά πράγματα του μυαλού σου. Πολλές φορές άλλο είναι αυτό που αναζητάς και άλλο βρίσκεις και για αυτό και μόνο αξίζει να συνεχίζεις να ψάχνεις.

Σας ευχαριστούμε από καρδιάς μπάρμπα Στεφανή, μπάρμπα Διαμαντή και κύριε Κώστα που κάνατε αυτή την απλή βόλτα μία μοναδική ανάμνηση και μας δώσατε παραδείγματα προς μίμηση για την ίδια τη ζωή. Μας δείξατε πως με το να είμαστε ανοιχτόκαρδοι, να βοηθάμε και να νοιαζόμαστε είναι ο καλύτερος και πιο απλός τρόπος για να κάνεις αυτό το κόσμο πιο όμορφο και να δίνεις στους ανθρώπους λόγο να σε θυμούνται.

Και για όσο μετράει από εμάς η ευχή, μακάρι να ζήσετε για πάντα!! Σας αξίζει!

Στανός – Βαρβάρα 7/2020

Πηγή: panospapadimitriou.blogspot.com