Κείμενο: Αλκιβιάδης Κούμαρος
Η βόρεια πλευρά της παλιάς Ιερισσού έπιανε δυο γειτονιές, τη γειτονιά του Κάστρου και τη γειτονιά της Λαδιάβας. Ξεκινούσε από τον Αροβίγκλι συνέχιζε όλη την κορυφογραμμή και τέλειωνε στο τέλος του Κάστρου. Εκεί βρισκότανε ένα κομμάτι από το τείχος της αρχαίας Ακάνθου. Εκεί κοντά βρισκόταν και η κοπριά του Κοτσικέλη. Δίπλα της περνούσε το καλντερίμι που τέλειωνε στο παρεκκλήσι του Αϊ Γιώργη.
Όλα τα ακρινά σπίτια που βρισκόταν σ’ αυτή τη γραμμή τα έδερνε το χειμώνα ο παγωμένος βοριάς. Όταν φυσούσε με πολλά μποφόρ τα παράθυρα και οι πόρτες σφύριζαν. Ορισμένα σπίτια είχαν καρφωμένες λαμαρίνες για την υγρασία. Όταν σφύριζε ο βοριάς και στεκόσουν πίσω από ένα τζάμι κοιτούσες την αφρισμένη θάλασσα. Τα κύματα σαν θηρία αφρισμένα ερχόταν το ένα πίσω από το άλλο χτυπούσαν πάνω στην ακτή και ό,τι βρίσκανε μπροστά τους το τσάκιζαν. Μ’ αυτή την κακοκαιρία ούτε πουλί δεν πετούσε και οι ψαράδες τραβούσαν τις βάρκες τους μακριά από την ακτή. Με το φύσημα του παγωμένου βοριά τα σύννεφα πύκνωναν και έφερναν βροχή. Πολλές φορές η βροχή γινόταν χιόνι και οι νιφάδες πετούσαν σαν άσπρες μύγες έξω από το τζάμι κόβοντας την ορατότητα.
Ο χειμώνας με τις μεγάλες φουρτούνες και τις οικονομικές στεναχώριες σιγά- σιγά περνούσε και ερχόταν η άνοιξη. Όλη η πλαγιά που ήταν κάτω από τη σειρά των σπιτιών ως το δρόμο της παραλίας, ήταν καταπράσινη από αμπέλια, χωράφια και δέντρα. Έφτανε πια κι ο όμορφος Μάης.
Οι ψαράδες άρχιζαν να ετοιμάζουν τα εργαλεία, τους γρίπους και τα δίχτυα για να πάνε να ψαρέψουν ορκίνια. Ήταν ο καιρός που τα ορκίνια έρχονταν κοπάδια στον κόλπο της Ιερισσού. Στον κόρφο όπου τέλειωνε η παραλία της Κομίτσας και άρχιζαν τα σύνορα του Αγίου Όρους περίμεναν οι ορκινάδες. Το απόγευμα έρχονταν τα κοπάδια. Τότε γινόταν πανζουρλισμός φωνές, τα κουπιά να τρίζουν, τα δίχτυα να πέφτουν στη θάλασσα. Να ζώνουν τα ψάρια, ένας αγώνας, ο ιδρώτας να τρέχει τραβώντας το γρίπο στην ακτή. Όταν ο σάκος ήταν γεμάτος, όλοι γονατισμένοι, έβαζαν τη δύναμή τους να βγάλουν τα ψάρια έξω στην άμμο. Υπήρχαν και μικροψαράδες που δεν είχαν δίχτυα για να ψαρέψουν ορκίνια. Είχαν δίχτυα για όλα τα ψάρια. Είχαν βάρκες ίσαμε 5 μέτρα. Όλοι αυτοί ψάρευαν στο Άγιον Όρος.
Σ’ όλη αυτή τη σειρά του χωριού, όπου και να στεκόσουν και να αγνάντευες, κοιτούσες την ομορφιά της φύσης. Όταν η θάλασσα ήταν γαλήνια έβλεπες τα βουνά της Στρατονίκης που από την κορυφή τους προχωρούσαν και κατέληγαν στη θάλασσα καθώς και τα δυο νησάκια τις Λευτερίδες. Πίσω από αυτά ήταν ο Στρυμωνικός κόλπος όπου φαινόταν το όρος Παγγαίο που κατέληγε ανατολικά. Δεξιά στην απέραντη θάλασσα, ήταν η χερσόνησος του Πετρόβουνου ως το ακρωτήρι του Αράπη με τα δυο νησάκια.
Το αγνάντεμα γινόταν ομαδικά σε τρία σημεία. Το ένα στον Αροβίγκλι, το άλλο στο καφενείο του Λαγόντζου, το τρίτο στου Κοτσικέλη την κοπριά. Εκεί έριχναν τα σκουπίδια στην κατηφόρα γι αυτό πήρε αυτό το όνομα. Είχε και μια μικρή πλατεία που χρησίμευε ως χοροστάσι. Δεξιά από το καλντερίμι ήταν το εξοχικό καφενείο του Στέργιου του Ανδράνη. Το καλοκαίρι έβγαζε τέσσερα με πέντε τραπέζια και καθίσματα. Το απόγευμα πήγαιναν τα παλικάρια και έπιναν τα ούζα τους. Πήγαιναν και οι κοπέλες της γειτονιάς αγνάντευαν το πέλαγος και άρχιζαν ένα καλοκαιρινό τραγούδι της αγάπης:
«Να ήμουν (γεια σου) αέρας δροσερός
να σύρω την αυλή σου.
Να πάρω το τσιμπέρι σου
από την κεφαλή σου.
Να δέσω το χεράκι μου
το μαχαιροσφαγμένο
όπου το μαχαιρόσφαξα
για μιαν όμορφη αγάπη.»
Ή:
«Για μια ψιλή για μια λιγνή
για μια μαυροματούσα
που έχει το μάτι σαν καφχί
το φρύδι σαν γαϊτάνι
το δόλιο το ματόφυλλο
σαν της ελιάς το φύλλο.»
Εκεί που τέλειωνε το καλντερίμι της Λαδιάβας ήταν ένα μάρμαρο, σαν ένα μεγάλο βαρέλι, ενώ ένα στενό δρομάκι περνούσε ανάμεσα από τα σπίτια κι έφτανε στην άκρη του χωριού. Δεξιά ήταν το σπίτι του Στέργιου του Λαγόντζου, που το κατώι το έκανε καφενείο. Μπροστά είχε μία αυλή όσο ένα αλώνι, από εκεί αγνάντευε όλο το πέλαγος και τα γύρω βουνά. Εκεί έβαλε ο μπάρμπα Στέργιος 4-5 τραπέζια και καθίσματα. Το καλοκαίρι πήγαιναν όλοι οι ασπρομάλληδες της γειτονιάς και έπιναν το καφεδάκι τους. Οι περισσότεροι ήταν απόμαχοι της θάλασσας. Αυτοί, που από μικρά παιδιά, δούλεψαν στη σκληρή δουλειά της θάλασσας, για να βγάλουν το μεροκάματο για τη φαμίλια. Πάλεψαν με φουρτούνες, με κρύο, με παγωνιές και ξενύχτια. Πολλές φορές τους έλουζε το αρμυρό νερό της, και τα χέρια τους ήταν ροζιασμένα από τα κουπιά που τραβούσαν ώρες. Τώρα γερασμένοι πια, χωρίς καμιά σύνταξη, κάθονται, πίνουν τον καφέ τους και αγναντεύουν τη θάλασσα.
Στην άλλη μεριά του δρόμου ήταν το σπίτι του Γιώργου του Μπίκα, κάτω στην αυλή ήταν κάτι γρανιτένιες πλάκες, εκεί τα βραδάκια μαζεύονταν οι γυναίκες της γειτονιάς. Η καθεμιά κρατούσε και το εργόχειρό της. Άλλη είχε τη ρόκα της, άλλη το πλεχτό της κι άλλη έραβε. Όλες ήταν παντρεμένες, τα δάχτυλά τους δούλευαν αλλά είχαν και τα μάτια τους στη θάλασσα και αγνάντευαν το πέλαγος.
Ορισμένες από αυτές είχαν άντρες ψαράδες που ψάρευαν στο Άγιο Όρος. Ήταν παράκτιοι και ψάρευαν μόνο τη νύχτα. Το ταξίδι τους κρατούσε δεκαπέντε με είκοσι μέρες. Όταν γινόταν πανσέληνος άνοιγαν πανιά και όταν ο καιρός ήταν πρίμος τους πήγαινε και άραζαν στην παραλία της Ιερισσού. Γι αυτά τα πανιά αγνάντευαν αυτές οι γυναίκες. Όταν περνούσαν από το ακρωτήρι του Αράπη έβαζαν πλώρη για ν’ αράξουν στην παραλία καθώς ζίγωναν. Η καθεμιά γνώριζε τη βάρκα της από το πανί της. Υπήρχαν βάρκες με πανιά κόκκινα, άσπρα, μουτζουρωμένα. Άφηνε το εργόχειρο έβαζε στην πλάτη της τρόκνια και έπαιρνε το δρομάκι προς τη θάλασσα. Εκεί στην παραλία περίμενε ώσπου να αράξει η βάρκα στην άμμο. Να βγει ο άντρας της, να του σφίξει το ροζιασμένο χέρι και να του φιλήσει το αλμυρό του χείλι, χαρούμενη που ήρθε γερός από το ταξίδι.
Το τρίτο αγνάντεμα ήταν στον Αροβίγκλι. Εκεί ήταν το παλιό σχολείο. Κάτω ήταν το κατώι, πάνω τέσσερεις αίθουσες, και δίπλα του, χαμηλό σαν στάβλος, το υπόλοιπο. Πίσω του προς τη θάλασσα ήταν μια μεγάλη αυλή. Το καλοκαίρι, το απόγευμα, οι κοπέλες της γειτονιάς πήγαιναν και κάθονταν στον ίσκιο του σχολείου πάνω σε πέτρες. Η καθεμία είχε το δικό της εργόχειρο. Άλλες έπλεκαν δαντέλες, άλλες κεντούσαν κάτι για την προίκα τους και από κει αγνάντευαν τη θάλασσα και τα βουνά μέχρι τον ορίζοντα. Όταν κοιτούσαν κάποια βάρκα να αρμενίζει με πανί άρχιζαν ένα τραγούδι της εποχής, καλοκαιρινό, που μιλούσε για την αγάπη.
«Να είχα βαρκούλα γρήγορη
και τον καιρό στον στο χέρι,
χρυσό μου περιστέρι,
ν’ αρμένιζα γιαλό-γιαλό,
χειμώνα–καλοκαίρι.
Να πήγαινα στην Αραπιά,
να πάρω ένα αραπάκι,
βάσανα που έχει η αγάπη.
Να κάθομαι να το ρωτώ,
πως πιάνεται η αγάπη.
Από τα μάτια πιάνεται
στα χείλη κατεβαίνει
κι από τα χείλη στην καρδιά
ριζώνει και δεν βγαίνει.»
Όλες οι λέξεις στο τραγούδι λέγονταν δυο φορές. Εκτός από τη «βαρκούλα» τραγουδούσαν κι άλλα πολλά τραγούδια της αγάπης.
Το αγνάντεμα δεν το είχαν οι άλλες δυο γειτονιές, το Κάστρο και η Λαδιάβα.