Το βαθύ γκροτέσκο της γιορτής

Φέρνω τον νου στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο […]
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω […]
Γεώργιος Σουρής

Η γιορτή ήταν μια αφορμή για να νιώσει πρόσκαιρα υπέροχο το εορτάζον έθνος – όπως συμβαίνει συνήθως στις επαναλαμβανόμενες τελετουργίες της πολιτείας. Βέβαια, το Greece’s Bicentennial (τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση) ήταν, κυρίως, μια ευκαιρία για να ξανακοιταχτούμε και να μετρηθούμε. Να δούμε την πραγματικότητα του εθνικού κράτους στον σύγχρονο κόσμο.

Το πετύχαμε; Εν μέρει, ναι. Την 25η Μαρτίου του 2021, ολόκληρος ο κόσμος έγινε κάπως πιο «ελληνικός», εκεί όπου υπάρχει ελληνική διασπορά. Πολλά δημόσια κτίρια, αστικά ή μνημειακά ή και εικονικά ορόσημα, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στην Αμερική και την Αυστραλία φωτίστηκαν με τα εθνικά χρώματα για να τιμήσουν τα 200 χρόνια του αγώνα για την κήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.

Στο εσωτερικό το πετύχαμε; Εν μέρει. Εγιναν λαμπρές σχολιασμένες εκδόσεις «αναμνήσεων» και «αυτοβιογραφιών» των Αγωνιστών από το Ιδρυμα της Βουλής και από τους σημαντικούς εκδοτικούς οίκους της χώρας δημοσιεύτηκαν πολλά βιβλία. Ξεχώρισαν η ανθολογία «1821-2021: Δύο αιώνες εθνικά δεινά στον καθρέφτη της ποίησης» του Κώστα Κουτσουρέλη (Gutenberg, 2021), η ανθολογία «Ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης 1821» σε επιμέλεια του Κώστα Σταμάτη (Πατάκης, 2021), αλλά και οι παλαιότερες μελέτες του Στυλιανού Αλεξίου για τον Διονύσιο Σολωμό στη σειρά «Στοχασμοί» ή σε χωριστούς τόμους των εκδόσεων Στιγμή. Επιπλέον, έγιναν πολλά θεματικά διαδικτυακά συνέδρια από διάφορους επιστημονικούς φορείς και τα κόμματα, πάνω σε διάφορες όψεις της Ελληνικής Επανάστασης. Μετά από καιρό, θα γίνει και η ταξινόμηση και η αποτίμησή τους.

Από την άλλη, τα συνήθη. Η ηγεσία της χώρας πέρασε με τους υψηλούς προσκεκλημένους ένα χαρούμενο και πανηγυρικό διήμερο. Με τους εορτάζοντες Ελληνες να «γιορτάζουν» αποκλεισμένοι, η γιορτή έγινε με επανάληψη μυθοπλασίας, θέσεων και ιδεολογικών φορτίων και χαμηλή κατανόηση της πραγματικότητας. Σε αρκετές περιπτώσεις, στο βαθύ γκροτέσκο της γιορτής, το μεγαλείο της αμορφωσιάς, της ξιπασιάς και του κιτς, κόμισαν γέλιο – πάντως, τίποτα μεγαλειώδες και εθνικό στις υψηλές του στιγμές. Η γιορτή μνημειώθηκε γύρω από τον «βηματισμό και τον χτύπο που κάνει το τσαρούχι για να ακούνε οι Αγνωστοι νεκροί του Εθνους». Από τη θεσμική πλευρά, ως προς τα 200 χρόνια, όλα έγιναν με τη μικρότερη δυνατή σημερινή κατανόηση του ιδρυτικού συμβάντος.

Αυτή τη φορά, μάλιστα, έγινε κάτι παράδοξο. Μια αντιστροφή. Αντί να δούμε εμείς τη δική μας Ιστορία, μας είδε η Ιστορία μας. Εγινε, δηλαδή, αυτό που έλεγε ο Σεφέρης στην αλληγορία του στο «Μυθιστόρημα ΙΒ’»: «η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη. Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα και το παίξαμε στα ζάρια. Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε».

Ζήσαμε τη συγκίνηση σ’ ένα μεγαλείο που δεν υπάρχει σήμερα. Δεν ζήσαμε την κληρονομιά, την εθνική περιπέτεια και την παιδεία μας ως συγκίνηση. Ο υπόδουλος και ο παροικιακός Ελληνισμός πέρασαν το κατώφλι του 19ου αιώνα χέρι χέρι. Αλλά το πέρασαν μαζί με επιγνώσεις της σημασίας της ελευθερίας, των γραμμάτων και του πολιτισμού στην οικονομική άνθηση και αναγέννηση, όπως συμβούλευε από το 1803 ο σοφός από το Παρίσι, ο Αδ. Κοραής. Και από την «Προειδοποίησιν εις τας Ευρωπαϊκάς αυλάς» του 1821, το «με μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα… απορρίπτοντες τους καρπούς της τυραννίας» για το «ευγενές όνειρο», οδηγηθήκαμε μέσα από εθνικές περιπέτειες καθόλου αξιοζήλευτες στη μικρή κατανόηση.

Το δημοτικό τραγούδι, τουλάχιστον, είχε εξασφαλίσει μια καλύτερη ματιά. Γιατί εκεί, εν πολλοίς, ο πολυμιγής κόσμος της εξέγερσης αποκωδικοποιούσε τους «νόμιμους» και τους «έκνομους», τους επαναστάτες και τους «κλέφτες» καλύτερα και από τελείως διαφορετική σκοπιά σε σχέση με τους κουρδιστές της εθνικής φαλτσαδούρας που με μυστήρια πατριδόμετρα μπουκώνουν την εθνική ευτέλεια και ξεχωρίζουν τους Ελληνες.

Εκ τούτων, γυρίζουμε πίσω στο μέλλον, σε αυτά που προειπώθηκαν, που προσπεράσαμε, που αγνοήσαμε επιλεκτικά. Ο εθνικός Διονύσιος Σολωμός προειδοποιούσε: «Ζούμε σε φρικαλέους καιρούς που όλο και θα χειροτερεύουν, και για πολλές γενεές δεν θα υπάρχει θεραπεία». Στη μνημειακή γριφολογία της «Γυναίκας της Ζάκυθος», στο τρίτο μέρος με τίτλο «Οι Μισολογγίτισσες», είχε ρωτήσει κάτι που θα μπορούσε να ρωτηθεί σήμερα: «Πώς πάει το έθνος; Πώς πάνε οι δουλειές;». Και απαντούσε: «Είδες να μαδάνε την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Ετσι πάει το έθνος». Λοιπόν, «ακαρτέρει». Η σοβαρότητα και η συνοχή δεν χτύπησαν ακόμα την πόρτα μας. Το 2021 μας βρήκε κάπως απορούντες και χωρισμένους σε κυβέρνηση-γκουβέρνο και απάτριδο απλυταριό.

Πηγή: efsyn.gr

Exit mobile version