Τα μαξούλια της ελαιοκαρπίας Παλιάς Τρίγλιας

Στην παλιά πατρίδα Τρίγλια τα μαξούλια ήσαν ελιές και σηροτροφεία (κουκούλια). Ήταν όλη η περιοχή δεντροφυτευμένη από ελαιοδενδροφυτεία και μερική περιοχή από μουριές για θροφή της σηροτροφίας. Ο τρύγος της ελιάς αρχινούσε από τον Νοέμβριο και μέχρι τον Γενάρη και έβλεπες παρέες από 15-20 άτομα, γυναίκες και άνδρες να πηγαίνουν όλοι μαζί. Κάνανε τις λεγόμενες λινοβοθειές δηλαδή αλληλοβοήθειες, σήμερα στα δικά μου και αύριο στα δικά σου και έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν πελάγωνε ο κάθε νοικοκύρης, διότι ήτο κόπος μεγάλος αυτός . Οι ελιές θα τρυγηθούν με τη βέργα, δουλειά των ανδρών και μετά πάλι οι γυναίκες θα τις μαζεύουν από κάτω μια- μια, έπειτα όταν θα κουβαληθούν στο σπίτι θα γίνει αλληλοδιαλογή, θα διαλεχθεί η χοντρή ελιά, η οποία στην άρμη (σαλαμούρα), θα μπουν σε μεγάλα κάπια (βαρέλια)3000-4000 οκάδες σε κάθε βαρέλι. Αυτά τα βαρέλια τα λέγανε και Μπόμπες.

Έπειτα το δεύτερο χέρι θα πάει στο λαδαριό (ελαιοτριβείο). Τις χονδρές ελιές ερχόντουσαν έμποροι και τις παίρνανε για την Κωνσταντινούπολη και άκουγες τους πουλητάς στην Πόλη να φωνάζουν στα μαγαζιά: «Ωραίες Τριγλιανές χοντρές ελιές». Η παραγωγή της Τρίγλιας στην Πόλη είχε μεγάλη αξία, τις δε υπόλοιπες όπως γράφω πιο πάνω πήγαιναν στο λαδαριό, για λάδι. Τέτοια λαδαργιά η Τρίγλια είχε πολλά , διότι κατά την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν τα σύγχρονα μέσα, όπως είναι σήμερα,τότε ήταν χειροποίητα, όλα γινόντουσαν με τα χέρια. Έβλεπες τον χαμουρκιάρη να κρατάει στον αριστερό του ώμο το χαλινάρι του αλόγου και με τα δυο του χέρια, να κρατάει το ξύλινο φτυάρι και έφερνε ένα γύρω την πέτρα που πατούσε τις ελιές. Μετά όταν τελείωνε το πάτημα και γινόταν το χαμούρι, το μετέφερε με το κουβαδάκι κοντά στο μάστορα και αυτός με τη σειρά του το έμπαζε μες στα τσόλια (σάκους), τα αράδιαζε ένα πάνω στο άλλο και γινότανε μια στοίβα (θημωνιά).Κατεβάζανε μετά το μάγκανο και περνούσαν ένα χονδρό ξύλο έως 4 μέτρα, το οποίον το λέγανε μανέλα και σπρώχνανε την μανέλα 7-8 άνθρωποι και ο μάστορας από το έξω μέρος πήγαινε πίσω-πίσω και κάπου-κάπου έχυνε με τον κουβά ζεστό νερό πάνω στη στοίβα.

Τα πατούσαν 1-2 φορές και το λάδι πήγαινε κάτω στη δεξαμενή, μετά άνοιγε το καπάκι της δεξαμενής ο μάστορας και με μια γρατζούνα (μπούκλο όπως το λέγαν) και μάζευε το λάδι και από κάτω έμεναν τα νερά. Μετά ερχότανε αυτός που κουβαλούσε το λάδι στα σπίτια του καθενός, αυτόν το λέγανε λαδά. Είχε ένα στενόμακρο βαρέλι, το οποίον το λέγανε βούτη, στο επάνω μέρος ήτο στενό και στο κάτω φαρδύ, όπου έβαζε μέσα ως 50 οκάδες λάδι. Αυτή τη βούτη θα την πάρει ο λαδάς στον ώμο του όρθια, στο επάνω μέρος ανοικτή δίχως καπάκι και θα την πάει στο σπίτι αυτουνού που έβγαλε το λάδι. Το πήγαινε λ.χ.από τον κάτω μαχαλά στον κάτω μαχαλά, βάδιζε μάλιστα και ξυπόλυτος, δίχως να φορεί κουντούρες, γιατί αν γλιστρούσε μια σε κείνα τα καλντηρίμια λιθόστρωτα, θα πήγαινε αλλού εκείνος, αλλού η βούτη και αλλού το λάδι. Όταν θα πήγαινε στο σπίτι που ήτο για μα πάει θα φώναζε από κάτω «κοκόνα (κυρία) κατέβα κάτου γιατί έφεραμε το μαξούλι». Κατέβαινε μετά η κοκόνα, άνοιγε το λεγόμενο κελάρι και μες στο κελάρι είχε μεγάλα πήλινα πιθάρια, τα οποία τα λέγανε καβανούς. Εκεί μέσα ύριζε με το ουσούλι ο φέρων τη βούτη και έτρεχε το ευλογημένο λάδι μες στο πιθάρι. Μετά η κοκόνα τον κερνούσε ρακί, τσίπουρο αγνό και φεύγοντας ο λαδάς φώναζε «Άντε να το φάτε με υγεία!».

Εκεί τα λαδαριά αυτά δουλεύανε μέρα-νύχτα το πρωί και έτσι όποιος δεν είχε ύπνο και δεν μπορούσε να κοιμηθεί πήγαινε στο λαδαριό και καθότανε κοντά στο καζάνι και ζεσταινότανε και αν πάλι πεινούσε, άνοιγε το κελάρι. Μέσα είχε ψωμιά χάσικα από τον φούρνο του Προύσαλη και έκοβε 1-2 φελιά (φέτες) και τις έκανε στη φωτιά καροτές (φρυγανιές) και μετά τις βουτούσε στο λάδι και έτρωγε και χόρταινε. Εκεί το τραπέζι ήταν κοινό για όλους, όποιος πήγαινε στο λαδαριό, θα κάτσει να φάει και να δεν καθότανε να φάει φαγητό, «έτρωγε ξύλο».

*Κείμενο του Μαργαρίτη Σταύρου.

Πηγή: Αλέξανδρος Ν. Κοκκαλάς

 

Exit mobile version