Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να έχει άμεσες επιδράσεις στον ελληνικό τουρισμό, καθώς οι υψηλές θερμοκρασίες, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η έλλειψη νερού, είναι μόνο μερικές από τις επιπτώσεις που θα επηρεάσουν την εγχώρια αγορά, σύμφωνα με μελέτη.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας «Ημερησία», σύμφωνα με το δείκτη τουριστικής ευφορίας (Tourism Climate Index (TCI), στους θερινούς μήνες της δεκαετίας 2091-2100, εκτιμάται μείωση των εισπράξεων κατά 370 και 280 εκατ. ευρώ/έτος για την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα αντίστοιχα.
Η συνολική αύξηση του κόστους λειτουργίας λόγω των αναγκαίων προσαρμογών στην κλιματική αλλαγή, εκτιμάται σε 70-90 εκατ. ευρώ/έτος προς το τέλος του αιώνα.
Οι επιπτώσεις στα λειτουργικά κόστη συμπεριλαμβάνουν την αύξηση κατανάλωσης ενέργειας, την αύξηση του ρυθμού απόσβεσης, τα κόστη μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, τα αυξημένα κόστη συντήρησης και την αύξηση των ασφαλίστρων.
Σημειώνεται ότι στη μελέτη, λόγω ελλείψεως δεδομένων, δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι επιπτώσεις στις αφίξεις λόγω μετακίνησης του διεθνούς τουριστικού ρεύματος κυρίως προς τις βόρειες χώρες, των οποίων οι κλιματολογικές συνθήκες αναμένεται να βελτιωθούν σημαντικά.
Ο ρόλος του τουρισμού είναι πολύ σημαντικός για την κάλυψη μέρους του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, ιδιαίτερα στην παρούσα περίοδο.
Από την άλλη, ο τουρισμός παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα, με κυριότερα τον εποχικό και γεωγραφικό συγκεντρωτισμό του προσφερόμενου προϊόντος και την πολύ αργή προσαρμογή στις νέες συνθήκες, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και του περιφερειακού ανταγωνισμού.
Ο TCI συνδυάζει κλιματικές μεταβλητές, όπως θερμοκρασία, υγρασία κ.λπ., σε έναν ενιαίο δείκτη, σχεδιασμένο ώστε να αποτιμά την καταλληλότητα των κλιματικών συνθηκών, έτσι ώστε να υποστηρίζονται υπαίθριες τουριστικές δραστηριότητες σε μία περιοχή.
Χρησιμοποιώντας τις εκτιμήσεις των κλιματικών δεδομένων της ερευνητικής ομάδας κλιματικών δεδομένων του ΚΕΦΑΚ, υπολογίστηκε ο TCI ανά δεκαετία, για το χρονικό διάστημα 2010-2100, ανά εποχή, για όλη την επικράτεια και κατά γεωγραφική περιφέρεια.
Από την ανάλυση των δεδομένων σε ετήσια βάση και σε επίπεδο επικράτειας προκύπτει ότι ύστερα από μια μικρή κάμψη κατά τις πρώτες τρεις δεκαετίες, οι αφίξεις αυξάνονται σημαντικά, φτάνοντας τις 10 εκατομμύρια επιπλέον αφίξεις ετησίως, ποσοστό της τάξης του 25% των συνολικών αφίξεων, για τη δεκαετία 2091-2100.
Δυστυχώς η ανάλυση των δεδομένων σε εποχικό και περιφερειακό επίπεδο αποδεικνύει ότι τα παραπάνω αποτελέσματα είναι παραπλανητικά, καθώς οι κύριοι τουριστικοί προορισμοί της χώρας θα υποστούν σημαντικές μειώσεις στις αφίξεις κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, περίοδο κορύφωσης της ζήτησης του τουριστικού προϊόντος.
Οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις μπορεί να μετριαστούν ή να ανατραπούν, καθώς ο δείκτης τουριστικής ευφορίας βελτιώνεται σημαντικά την Άνοιξη και το Φθινόπωρο.
Στην περίπτωση της Κρήτης, η βελτίωση του δείκτη τις δύο αυτές εποχές είναι ικανή να ανατρέψει τις ζημίες του καλοκαιριού της δεκαετίας 2091-2100, οδηγώντας σε αύξηση των εσόδων κατά 200 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση. Αντίστοιχα στην περίπτωση των Δωδεκανήσων η μείωση των εσόδων περιορίζεται στα 150 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Τα αποτελέσματα της μελέτης καταδεικνύουν την αναγκαιότητα ανάληψης πρωτοβουλιών με σκοπό τη μείωση της εποχικότητας, και τη διασπορά του τουριστικού προϊόντος σε μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας.
ΠΗΓΗ: www.econews.gr