Η Αρχιτεκτονική των παραδοσιακών σπιτιών της Χαλκιδικής

Εισαγωγικά

Η δημοφιλής αρχιτεκτονική της Χαλκιδικής είναι ένας κλάδος της επίσης γνωστής  αρχιτεκτονικής της Μακεδονίας. Έχει τα ίδια βασικά κατασκευαστικά, εξωτερικά (ή μορφολογικά) χαρακτηριστικά, διαφέρει, ωστόσο, στις τυπολογικές παραλλαγές. Αυτό, όμως,  συμβαίνει και σε άλλες μακεδονικές περιοχές, όπου πάρα το ότι υπάρχουν ομοιότητες κατασκευής και εν μέρει εξωτερικών χαρακτηριστικών, η τοπική τυπολογία είναι διαφορετική. Κατά συνέπεια τα σπίτια Βέροια έχουν ένα διαφορετικό πρόσοψη από τα σπίτια της Καστοριάς και της Σιάτιστας, καθώς επίσης και τα σπίτια της Φλώρινας διαφέρουν από τα σπίτια στα Αμπελάκια ή σε άλλες  προαναφερθείσες περιοχές.
Στη Χαλκιδική συναντάμε όλες τις κατηγορίες από τα πιο απλά σπίτια με ένα δωμάτιο ή με έναν όροφο μέχρι και τα πιο σύνθετα μέγαρα. Βρίσκουμε επίσης κτίρια με στενή πρόσοψη καθώς επίσης και με φαρδιά, ένα καθαρά τοπικό χαρακτηριστικό της Χαλκιδικιώτικης αρχιτεκτονικής.
Ένα θεμελιώδες οικοδομικό στοιχείο των σπιτιών είναι οι πέτρινοι τοίχοι του ισογείου, οι οποίοι περιβάλλουν τον όροφο από τρεις ή τέσσερις πλευρές και τον υποστηρίζουν Ο όροφος αποτελείται από ένα ξύλινο πλαίσιο που γεμίζετε μέχρι επάνω με  μικρά τούβλα, σοβατίζεται και σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργεί συχνά μια προεξοχή, «το σάνιζι» (μια χαρακτηριστική προεξοχή).

Ένα άλλο βασικό τυπολογικό στοιχείο είναι το μεγάλο, εσωτερικό και καλυμμένο μπαλκόνι, το «χαγιάτι» που κατέχει συνήθως τη νότια πλευρά του ορόφου. Όλες οι τυπολογικές παραλλαγές του σπιτιού στη Χαλκιδική βασίζονται στις παραλλαγές που παρατηρούνται στο «χαγιάτι». Μερικές φορές προστίθενται ένα ή δύο δωμάτια αναλογικά με το «χαγιάτι». Μπορούμε να φθάσουμε στον όροφο του σπιτιού μέσω του μισο-σκεπασμένου μέρους του ισογείου, που βρίσκεται κάτω από το «χαγιάτι», από μια σκάλα που καταλήγει  συνήθως στο μπαλκόνι (χαγιάτι). Σπανιότερα, σε κάποιες περιπτώσεις, η σκάλα δεν καταλήγει σε κάποιο δωμάτιο, αλλά σε ένα κεντρικό προθάλαμο.
Σε ορισμένα χωριά ορεινών περιοχών το «χαγιάτι» μειώνεται σε έκταση ή εξαφανίζεται: μερικές φορές μάλιστα μετατρέπετε σε σκεπασμένο ή ανοιχτό μπαλκόνι. Σε αυτές τις περιπτώσεις η σκάλα καταλήγει στο μπαλκόνι. Στην αρχιτεκτονική της Χαλκιδικής βρίσκουμε επίσης το χαρακτηριστικό γνώρισμα της προεξοχής (το σάνιζι) σε συγκεκριμένα μέρη του ορόφου ή κατά μήκος μιας ολόκληρης πλευράς του σπιτιού. Η ποικιλία στις μορφές των ανοιγμάτων (πόρτες και παράθυρα) παρουσιάζει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον: ειδικά η μορφή της πέτρινης κεντρικής εισόδου  που βλέπει στο δρόμο.

Το τζάκι είναι το σημείο όπου οι δημοφιλείς βιοτέχνες παρουσίασαν όλη την ικανότητα και την αφθονία της φαντασίας τους. Με τα φτωχά τεχνικά μέσα τους και καθοδηγημένοι μόνο από το προσωπικό τους γούστο και την αγάπη τους για την ομορφιά, έχουν πραγματικά  μετατρέψει το τζάκι από ένα απλό λειτουργικό στοιχείο σε ένα έργο τέχνης. Οι καπνοδόχοι των τζακιών παρουσιάζουν επίσης την ίδια ποικιλία. Μπορούμε να δούμε όλες τις μορφολογικές παραλλαγές των καπνοδόχων της Μακεδονίας, συγκεντρωμένες στις καπνοδόχους της Χαλκιδικής.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το ξύλο παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην αρχιτεκτονική της Χαλκιδικής. Ξύλο συναντά κανείς στα περισσότερα μέρη του σπιτιού, το πλαίσιο των τοίχων, η στέγη, τα πατώματα του ορόφου, τα «χαγιάτια», καθώς επίσης και τα ανοιχτά μπαλκόνια, οι  υποστηρίξεις, οι ακτίνες, τα παραθύρων και οι πόρτες, είναι όλα ξύλινα. Αισθάνεται κανείς  την παρουσία του ξύλου σε κάθε μέρος της κατασκευής σε συμμετρικές διατομές. Είναι πάντα άβαφο και ορατό από όλες τις πλευρές. Η μόνη διακόσμηση από τους βιοτέχνες ήταν η περιορισμένη γλυπτική στους ξύλινους στυλοβάτες και στα μεγάλα εσωτερικά και καλυμμένα μπαλκόνια (χαγιάτια).
Στη Χαλκιδική ο φούρνος χτιζόταν  πάντα έξω από το σπίτι και έπαιρνε  διαφορετικά σχήματα και μορφές. Μερικές φορές προεξείχε και ήταν όπως ένα τζάκι που κατασκευάζεται σε ένα πιο ψηλό επίπεδο από το έδαφος, μερικές φορές πάλι ήταν ένα αποσυνδεμένο μικρό κτήριο.

….>>>

1. Τα υλικά δομής.

Η λαϊκή αρχιτεκτονική της Χαλκιδικής από την άποψη της δομής και της μορφολογίας ανήκει απόλυτα στον βασικό κορμό της βορειοελλαδικής και ιδιαίτερα της μακεδονικής αρχιτεκτονικής. Από τυπολογική άποψη μόνο παρατηρούμε ορισμένες ιδιομορφίες στα σπίτια της Χαλκιδικής, όπως άλλωστε αυτό συμβαίνει και στα σπίτια άλλων περιοχών, όπου κάποτε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθορίζουν τη φυσιογνωμία τους και την διαφοροποιούν από άλλες (παρόμοιες τυπολογικές διαφορές σημειώσαμε στην Βέροια, την Καστοριά, την Φλώρινα, τα Αμπελάκια κλπ.)
Τα υλικά δομής παραμένουν τα ίδια στην αρχιτεκτονική της Β. Ελλάδος ξύλο και πέτρα, με τη διαφορά πως ανάλογα με τις συνθήκες υπερισχύει άλλοτε το ένα και άλλοτε το άλλο υλικό. Στη Χαλκιδική η πέτρα στη μορφή των πέτρινων τοίχων (που κατά αποστάσεις διακόπτονται με ξυλόδεσμους, «χατίλια») αποτελεί το φέρον στοιχείο, τον κορμό του σπιτιού. Ξύλινος είναι ο σκελετός του ορόφου (ο «κερεστές») που αποτελείται από ένα πλέγμα από κάθετα και διαγώνια στοιχεία (τις «παγιάντες»). Οι επιφάνειες των τοίχων του ορόφου συχνά προεξέχουν από τη βασική κάτοψη του ισογείου και δημιουργούν «σαχνισιά». Εννοείται ότι ξύλινα είναι τα κουφώματα, τα δάπεδα του ορόφου, η στέγη (το «τσατί»), τα κλιμακοστάσια κλπ. Στην περίπτωση των τοίχων του ορόφου ο φέρων σκελετός γεμίζεται με ωμά πλιθάρια και επιχρίεται.

Έτσι δημιουργείται ο «τσατμάς» και άλλοτε σε περιπτώσεις ελαφρότερων κατασκευών, οι «μπαγδατότοιχοι», με οριζόντιες πηχούλες που επιχρίονται επίσης με ασβεστοκονίαμα εμπλουτισμένο, για μεγαλύτερη συνοχή, με φλοιούς δημητριακών ή ψιλοκομμένο άχυρο ή γιδότριχες. Για την προμήθεια ξύλου αστείρευτη πηγή αποτελούσαν πάντα τα πλούσια γειτονικά δάση και το Άγιο Όρος. Το υπέδαφος της Χαλκιδικής έχει πολλά είδη πέτρας, που έδωσαν τη δυνατότητα στους «μαΐστορες» να εφαρμόσουν κατά περιοχές, ανάλογα με το υλικό, διάφορες μορφές και τεχνικές στην δομή της τοιχοποιίας.

2. Τυπολογία του σπιτιού.

Κάθε είδος λαϊκού σπιτιού μπορεί να το συναντήσει κανείς στη Χαλκιδική, από το μικρό μονώροφο και μονόχωρο, μέχρι τα «εν σειρά» σπίτια και τα καλοφτιαγμένα «συμμετρικά ως προς άξονα» αρχοντικά. Βασικά απαντάται και ο τύπος του «μεγαροειδούς» και του «πλατυμέτωπου» σπιτιού. Επικρατέστερος πάντως στην περιοχή της Χαλκιδικής παραμένει ο πλατυμέτωπος τύπος σπιτιού. Η επικοινωνία των δωματίων γίνεται τις περισσότερες φορές μέσω του χαγιατιού, γι’ αυτό η θέση του είναι σημαντική στην τυπολογική εξέλιξη του λαϊκού σπιτιού της Χαλκιδικής. Η σκάλα που συνδέει το ισόγειο με τον όροφο μπορεί να είναι εσωτερική ή εξωτερική. Μπορεί τέλος στο ισόγειο να είναι εσωτερική και στον όροφο να καταλήγει στο χαγιάτι.

Στο ισόγειο υπάρχουν οι αποθήκες, τα πατητήρια για τα σταφύλια και πολλές φορές χώροι για τα ζώα και όταν δεν υπάρχει μεσοπάτωμα ο αργαλειός. Στον όροφο είναι συνήθως το χαγιάτι και γύρω του τα δωμάτια.
Το τελείωμα των όγκων του ορόφου δεν ακολουθεί πάντα τα αχνάρια των πέτρινων τοίχων του ισογείου, αλλά προεξέχει έξω απ’ αυτόν σε πολλά σημεία παράλληλα ή όχι και δημιουργεί άπειρες μορφές «ξεπεταχτού» (σαχνισιού) που κρατιέται δυναμικά από ευέλικτες καλοδουλεμένες με σοφές εντορμίες στα πέρατά τους και πλουμιστές στο μήκος τους αντηρίδες.
Η τόσο απλή διαρρύθμιση αυτών των σπιτιών που έχουν πάντα σαν πυρήνα το χαγιάτι και που απ’ αυτό γίνεται η επικοινωνία όλων των χώρων μεταξύ τους δίνει μια συγκέντρωση λειτουργιών που κάνει το χαγιάτι τον βασικότερο χώρο ζωής όλου του σπιτιού μια και είναι ο πνεύμονας ηλιασμού και αερισμού. Γι’ αυτό θα ήταν σκόπιμο να θεωρήσουμε την θέση του χαγιατιού ως βάση για κάθε προσπάθεια στην έρευνα της κατατάξεως και τυπολογήσεως των σπιτιών αυτών. Η επίδραση του κλίματος δημιούργησε την ανάγκη να βρίσκεται το χαγιάτι στραμμένο στον νότο και να κατέχει την ανοιχτή πλευρά του σχήματος Π που δημιουργούν οι καλοφτιαγμένοι πέτρινοι τοίχοι των σπιτιών της Χαλκιδικής. Η είσοδος βρίσκεται και αυτή συνήθως στο νότο και έχει άμεση λειτουργική σχέση με το χαγιάτι.

Ο απλούστερος τύπος σπιτιού είναι το μονόχωρο, με όλο το εμπρός του μέρος διαμορφωμένο σε χαγιάτι (σκεπαστός υπαίθριος χώρος), που μπορεί να είναι μονώροφο και συνηθέστερα διώροφο.
Στην εξέλιξη του τύπου αυτού προστίθεται δεξιά ή αριστερά του χαγιατιού ένας άλλος χώρος και το σπίτι γίνεται μορφής Γ. Το χαγιάτι επικοινωνεί άλλοτε άμεσα με τους δύο δημιουργούμενους χώρους και άλλοτε έμμεσα, με τη μεσολάβηση διαδρόμου.
Η διχοτόμηση του χώρου της κατόψεως του πρώτου τύπου δίνει έναν άλλο τύπο με δύο δωμάτια στον βορρά που επικοινωνούν αμέσως με το χαγιάτι, που καταλαμβάνει όλο το νότιο τμήμα του σπιτιού. Αυτός είναι και ο επικρατέστερος τύπος.
Από τον τύπο αυτό με την προσθήκη ενός δωματίου σ’ ένα τμήμα του χώρου του χαγιατιού δημιουργείται πάλι ένας νέος τύπος με τρία δωμάτια στον όροφο που επικοινωνούν άμεσα με το χαγιάτι. Και ο τύπος αυτός είναι εξ ίσου διαδεδομένος.
Συνθετότερος τύπος δημιουργείται όταν το χαγιάτι κατέχει την κεντρική θέση της νότιας πλευράς με δωμάτια εκατέρωθεν και δύο δωμάτια στο βόρειο τμήμα.

Η περίπτωση του σαφούς διαχωρισμού του σπιτιού σε δύο ζώνες την βόρεια και την νότια – όπου την βόρεια κατέχουν τρία ή τέσσερα εν σειρά δωμάτια και όλη την νότια κατά μήκος το χαγιάτι – δεν είναι καθόλου σπάνια. Εξ αιτίας του μεγάλου μετώπου των σπιτιών αυτού του τύπου, δημιουργείται η ανάγκη δύο κλιμακοστασίων με αντίρροπες αναβάσεις που οδηγούν αντικριστά στο κέντρο του χαγιατιού. Χαρακτηριστικό του τύπου αυτού είναι η απόλυτη συμμετρία και πλεονέκτημα ο εύκολος διαχωρισμός σε δύο σπίτια.
Ενδιαφέροντα παραδείγματα συνθέσεως αποτελούν τα συμπλέγματα δύο, τριών ή και περισσοτέρων σπιτιών με μια οργανική ενότητα με επάλληλους μεμονωμένους μικρούς χώρους σε άμεση σχέση μ’ ένα κοινό μεγαλύτερο που είναι το κέντρο της ζωής αυτών των συμπλεγμάτων. Οι τύποι αυτοί αποτελούν πλούσιες εμπνεύσεις για ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές λύσεις.
Σε πολλούς απ’ αυτούς τους τύπους για λόγους ιδιαίτερα προσπελάσεως δημιουργείται ένας κεντρικός χώρος στον όροφο (με προσπέλαση από το βορρά) που αποτελεί ουσιαστικά επέκταση του μεσημβρινού χαγιατιού. Οι ανάγκες της καθημερινής ζωής γίνονται στο χαγιάτι, πράγμα που δίνει μια ζωντάνια σ’ όλες τις λειτουργίες. Η επιμειξία των τύπων αυτών δημιουργεί πολλές παραλλαγές που τις συναντούμε στα χωριά της Χαλκιδικής.

Σε μιαν άλλη σειρά τύπων τη θέση του χαγιατιού αντικαθιστά ο εξώστης. Τα πέτρινα τμήματα των σπιτιών αυτών αποτελούν κλειστά σχήματα στην κάτοψή τους τόσο στο ισόγειο όσο και στον όροφο, και ο εξώστης είναι μια ξύλινη κατασκευή που προσκολλάται στον όγκο των τοίχων. Το κλιμακοστάσιο εφάπτεται με την μία παρειά του στον τοίχο και φθάνει μέχρι τον εξώστη. Έντονο μορφολογικό στοιχείο του εξώστη είναι η στέγη του που μπορεί να είναι συνέχεια της στέγης του σπιτιού ή να βρίσκεται σε χαμηλότερη στάθμη από αυτήν.
Συνηθέστερος τύπος σπιτιού με εξώστη είναι αυτός που έχει δύο χώρους στο ισόγειο και δύο στον όροφο. Οι πόρτες εφάπτονται σχεδόν μεταξύ τους. Αυτά τα σπίτια τα συναντούμε συχνότερα στις παραλιακές περιοχές και έχουν ως πλεονέκτημα την προσθήκη ενός ακόμη κλιμακοστασίου, συμμετρικά και ένα διαχωριστικό κιγκλίδωμα στον εξώστη που είναι δυνατόν να διχοτομεί δημιουργώντας δύο ανεξάρτητα σπίτια. Το γεγονός αυτό εξυπηρετεί συχνά τους κληρονόμους του αρχικού ιδιοκτήτη. Ο χώρος κάτω από τον εξώστη, όσος περισσεύει από το κλιμακοστάσιο, μια και αυτά τα σπίτια συναντιόνται συχνότερα στις παραθαλάσσιες περιοχές είναι πολύτιμος για το άπλωμα των διχτύων. Επίσης απαντιόνται οι τύποι αυτοί σε μια σειρά ορεινών οικιών, όπου ο εξώστης έχει πάρει τη μορφή μπαλκονιού. Ο χαρακτήρας αυτών των κατασκευών είναι φρουριακός, επικρατούν δηλαδή τα πλήρη.

Γενικά η πλήρης τυπολόγηση και κατάταξη όλων των σπιτιών της Χαλκιδικής γίνεται δύσκολη για το λόγο ότι ι λαϊκοί οικοδόμοι αυτοσχεδίαζαν κάθε φορά που συναντούσαν μία δυσκολία, δηλαδή έλυναν με ένα πρωτότυπο σύστημα τα οικοδομικά προβλήματα που παρουσιάζονταν (κυρίως προβλήματα εδάφους) μια και δεν είχαν την δυνατότητα μεγάλων χωματουργικών έργων. Έτσι βλέπουμε να υπάρχουν σήμερα στη Χαλκιδική κι άλλα σπίτια που δεν θα μπορούσε κανείς να τα κατατάξει σε καμιά από τις πιο πάνω κατηγορίες. Στην δυτική πλευρά της Ορμύλιας, αναφέρουμε ως παράδειγμα, υπάρχει μια γειτονιά από σπίτια που οι κατασκευαστές για να καλύψουν μια απότομη κλίση που υπήρχε σ’ αυτό το μέρος έδωσαν μεγάλα ύψη στους δύο ή τρεις ορόφους αυτών των σπιτιών, και για να λύσουν και το θέμα της επικοινωνίας έφτιαξαν και μια πέτρινη σκάλα που με διάφορους ελιγμούς διατρέχει όλο το ύψος της όψεως και εφάπτεται σ’ αυτήν εξωτερικά. Αυτά τα σπίτια έχουν συνδεθεί εν σειρά και έχουν ύψη από 10-12 μέτρα, δηλαδή πάνω από 4 μέτρα σε κάθε όροφο. Μια πιο ενδελεχής όμως μελέτη παρομοίων περιπτώσεων ξεφεύγει από τα πλαίσια αυτής της εργασίας, γι’ αυτό το λόγο αρκούμεθα να την μνημονεύσουμε.

3. Το χαγιάτι.

Το χαγιάτι, ο σκεπαστός εξώστης που αποτελεί προέκταση του εσωτερικού χώρου, αποτελεί το βασικό στοιχείο της λαϊκής μακεδονικής αρχιτεκτονικής. Η λειτουργία του ημιυπαίθριου αυτού χώρου είναι βασική για τη ζωή των κατοίκων της υπαίθρου. Στο χαγιάτι εργάζονται, ζουν, κάποτε μαγειρεύουν, εκεί μεγαλώνουν τα παιδιά και περνούν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους οι γέροι της οικογένειας. Επίσης ο χρόνος χρησιμοποιήσεως του χαγιατιού έχει μεγάλες επεκτάσεις και σε πολλές περιπτώσεις καλύπτει όλες τις εποχές του έτους.
Όλες οι ανάγκες του καθημερινού βίου ακόμα και αυτές που γίνονται μέσα στα δωμάτια θα έρθει εποχή που μόνο στον ημιυπαίθριο χώρο του χαγιατιού μπορούν να ικανοποιηθούν. Ένας άλλος παράγοντας επίσης που συνέβαλε στη δημιουργία αυτού του χώρου είναι και το ευμετάβλητο κλίμα της Ελλάδας. Στη Χαλκιδική τον ημιυπαίθριο χώρο θα τον συναντήσουμε σε άπειρες παραλλαγές, ως χώρο που καταλαμβάνει το μισό τμήμα του σπιτιού, από την μορφή του εξώστη, μέχρι το μικρό σκεπαστό μπαλκόνι, όσο προχωρούμε από τα παραλιακά ψαροχώρια στα ορεινά αγροτικά και κτηνοτροφικά χωριά.
Στην απλούστερη μορφή του το χαγιάτι, είναι επιμήκης χώρος που καταλαμβάνει όλο το νότιο τμήμα του ορόφου, πολλές φορές προεξέχει μέχρι ένα μέτρο από την παρειά του τοίχου και στηρίζεται με λοξές ξύλινες αντηρίδες. Το ύψος του ισογείου πολλές φορές γίνεται τόσο μικρό που με δυσκολία μπορεί κανείς να σταθεί όρθιος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το χαγιάτι απέχει 1,50 – 2,00 μ. περίπου από το έδαφος. Τον τύπο αυτό συναντούμε στις παραλιακές περιοχές. Άλλες φορές το χαγιάτι στηρίζεται σε καλοδουλεμένες κολόνες, τα ντιρέκια.
Το στηθαίο αναλόγως του ύψους του χαγιατιού μπορεί να λείπει, άλλες φορές όμως αποτελείται από ένα συνεχές πέτσωμα σανίδων που αποστερεί την δυνατότητα να βλέπει κανείς από τον δρόμο μέσα στο χαγιάτι, αφήνοντας μόνο δυο τοξωτές οπές από όπου ο νοικοκύρης μπορεί να ελέγχει την είσοδο. Συχνές είναι οι υπερυψώσεις των χαγιατιών σ’ ένα σημείο. Αυτό δίνει μία αίσθηση διαφορετικής χρησιμότητας αυτού του χώρου και ενδιαφέρουσες προοπτικές απόψεις.
Στη Χαλκιδική συνηθίζεται και ένας περιορισμένος τύπος χαγιατιού που τον ονομάζουμε εξώστη. Ο εξώστης αυτός προεξέχει από τον βασικό κορμό του σπιτιού, είναι πάντοτε στεγασμένος και βρίσκεται συνήθως σε αρκετό ύψος από τη στάθμη της αυλής με την οποία επικοινωνεί με λίθινο ή ξύλινο κλιμακοστάσιο. Και τον εξώστη στηρίζουν επίσης μεγάλα δρύινα ντιρέκια. Η μείωση των διαστάσεων του εξώστη και η αντικατάσταση των ντιρεκιών με αντηρίδες μας δίνουν έναν άλλο τύπο σκεπαστού υπαίθριου χώρου, σε μιαν άλλη κατηγορία σπιτιών, το μπαλκόνι, που αποτελεί ένα έντονο πλαστικό στοιχείο στην ουδέτερη όψη του ορεινού αυστηρού και ενδοστρεφούς, λόγω κλίματος, σπιτιού της Χαλκιδικής.

4. Η προεξοχή, το σαχνίσι.

Ένα άλλο βασικό μορφολογικό στοιχείο της λαϊκής μακεδονικής αρχιτεκτονικής είναι το σαχνίσι ή ξεπεταχτό, μια καθαρά ξύλινη κατασκευή που απαντάται και στη Χαλκιδική σε πολλές μορφές και τύπους.
Η διάσταση προεξοχής δεν είναι σταθερή, αλλά ποικίλλει. Μια αξιόλογη κατασκευή αποτελεί η στήριξή του, που γίνεται ως επί το πλείστον με αντηρίδες ή με σειρές επαλλήλων μικρών δοκαριών που προεξέχουν κατά το εκφορικό σύστημα. Οι προεξοχές αυτές δημιουργούνται βασικά από την επιθυμία προεκτάσεως ορισμένου χώρου συνήθως κατά την μια και κάποτε κατά τις δυο πλευρές. Η έντονη παρουσία του σαχνισιού στη λαϊκή αρχιτεκτονική της Χαλκιδικής, αποτελεί ένα βασικό στοιχείο συνδέσεώς της με τον κορμό της λαϊκής δυτικομακεδονικής αρχιτεκτονικής. Τα ανοίγματα στα σαχνισιά είναι συνήθως δύο και κάποτε τρία στη σειρά. Στο κέντρο της όψεως, στον άξονα προεξέχει το μπουχαρί, η καπνοδόχος του τζακιού και συμμετρικά υπάρχουν τα δύο παράθυρα όπου, από τους οντάδες, μπορούν να αγναντεύουν οι ένοικοι τη θέα. Η προεξοχή αυτή συνήθως γίνεται στον καλύτερο χώρο, στον επίσημο «οντά», ή στο χειμωνιάτικο δωμάτιο.

5. Τα ανοίγματα (θύρες, παράθυρα).

Στα ανοίγματα θα εξετάσουμε τις αυλόπορτες, τις θύρες και τα παράθυρα. Η ποικιλία αυτών των στοιχείων είναι σημαντική και στη Χαλκιδική. Στις αυλόθυρες οι παραστάδες είναι φτιαγμένες από καλολαξευμένα αγκωνάρια (γωνιόλιθους), ενώ το κατωκάσι και το πανωκάσι είναι από χονδρούς δρύινους κορμούς. Η κάλυψη της αυλόθυρας γίνεται συνήθως με κεραμίδια. Οι διαστάσεις της αυλόθυρας κυμαίνονται από 1,50 Χ 2,00 μ., μέχρι 2,50 Χ 2,50. Χαρακτηριστικό μορφολογικό στοιχείο σχεδόν απαραίτητο σε οποιαδήποτε κατασκευή είναι τα επίκρανα των παραστάδων. Τα θυρόφυλλα δεν παρουσιάζουν καμιά ιδιαίτερη επεξεργασία και το μόνο τους διακοσμητικό στοιχείο είναι τα ρόπτρα, οι κρικέλες. Δεν είναι σπάνιες οι τοξωτές κατασκευές στις εξώθυρες με τονισμένο και εδώ το επίκρανο της παραστάδας. Η καμπύλη μπορεί να είναι ημικυκλική ή τόξο κυκλικού τμήματος. Οι κοινές πόρτες έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τις εξώθυρες, διαφέρουν μόνο ως προς τις διαστάσεις του ανοίγματος.
Η ποικιλία των παραθύρων είναι μεγάλη. Συναντούμε τις απλούστερες περιπτώσεις όπου οι συνδέσεις γίνονται χωρίς φαλτσογωνιές και το κατωκάσι και το πανωκάσι είναι μακρύτερα από το άνοιγμα για να πατήσουν επάνω τους σίγουρα οι ορθοστάτες. Όταν η κάσα του παραθύρου δεν φαίνεται εξωτερικά η ύπαρξη επικράνου, όπως και στις πόρτες, είναι απαραίτητη. Ιδιαίτερη επιμέλεια αφιερώνουν πάντα στην διακόσμηση του επάνω και κάτω μέρους της κάσας.
Καθόλου σπάνια δεν είναι τα δίδυμα παράθυρα. Ένας αντιπροσωπευτικός τύπος παραθύρου που συναντιέται σε πολλές παραλλαγές είναι ο τύπος όπου τα περιθώρια του παραθύρου  είναι τελείως απλά από κατασκευαστική άποψη (χωρίς φαλτσογωνιές), ενώ το κιγκλίδωμα σχηματίζεται από δύο κιονίσκους συνδεδεμένους με μια ξύλινη κουπαστή. Τα μοτίβα και τα σκαλίσματα των κιονίσκων και της κουπαστής είναι πολύμορφα. Πολλές φορές στον τύπο αυτό των παραθύρων, που είναι και ο παλαιότερος χρονολογικά, υπάρχουν εντοιχισμένα στις επάνω του γωνίες αγγεία, με το στόμιο προς τα έξω.

6. Τα επίκρανα.

Ένα ενδιαφέρον μορφολογικό στοιχείο που διακοσμεί τους λαμπάδες των θυρωμάτων είναι το επίκρανο. Το επίκρανο λαξεύεται στην προεξοχή του τελευταίου γωνιόλιθου, συνήθως με μιαν εναλλαγή κυματίων και ελίκων. Επάνω από το υπέρθυρο σχηματίζεται κάποτε φεγγίτης που αρχίζει από την επέκταση της κατακόρυφης παρειάς του επικράνου, δημιουργώντας μία εγκοπή όπου θα πατήσει μια δεύτερη σανίδα για να αφήσει ένα κενό 0,20 – 0,40. Πολλά απ’ αυτά τα επίκρανα είναι απλούστατα κατασκευαστικά, άλλα όμως είναι σύνθετα με έναν πλούτο κυματίων και γλυφών. Ενδιαφέρουσα είναι η κατασκευή του επικράνου όταν η πόρτα είναι τοξωτή.
Οι γλυφές και τα κυμάτια καθώς και οι συνδέσεις των επικράνων με τα ανώφλια είναι σοφά κατασκευασμένες, ώστε να δημιουργούν σκοτίες και να εντείνεται περισσότερο η διακοσμητική αξία της λαξευμένης πέτρας με το φυσικό φωτισμό. Αξιοπρόσεκτο κατασκευαστικά είναι το επίκρανο. Τα επίκρανα των παραστάδων στις θύρες της Χαλκιδικής αποτελούν το μοναδικό γλυπτικό διάκοσμο του σπιτιού.

7. Τα ρόπτρα (οι κρικέλες).

Το ρόπτρο είναι το μόνο διακοσμητικό στοιχείο στις βαριές εξώθυρες όπου χαρακτηριστική είναι η έλλειψη των πλατυκέφαλων γύφτικων καρφιών. Στις εξώθυρες των σπιτιών της Χαλκιδικής συναντούμε από τις πιο απλές μέχρι τις πιο σύνθετες μορφές ρόπτρων. Τα σχήματά τους είναι κοινά σε όλη τη Μακεδονία και δεν έχουν ιδιαίτερο χαρακτήρα στη Χαλκιδική. Πιστεύεται πως η κατασκευή τους γινόταν σε ορισμένα μαστοροχώρια της Δυτικής Μακεδονίας και από εκεί διοχετεύονταν σε όλη τη Μακεδονία και σε μακρινότερα ακόμη μέρη.

8. Τα τζάκια.

Γύρω από το τζάκι μαζεύεται η οικογένεια τις βαριές χειμωνιάτικες νύχτες για να αποσπερίσει. Το βαρύ κρύο της Μακεδονίας δημιούργησε την ανάγκη της υπάρξεως ενός τζακιού σε κάθε δωμάτιο. Εκείνο όμως που είναι σπουδαίο είναι η πλαστικότητα και η επιμελημένη κατασκευή αυτών των τζακιών, όσο και οι ενδιαφέρουσες λύσεις στο ανώτατο σημείο του τζακιού, στην ένωσή του με το πέτσωμα του ταβανιού ή στο σημείο που φυτεύονται τα μεγάλα ξύλινα δοκάρια στον τοίχο που πάνω τους πατάει σταθερά η στέγη.
Με βεβαιότητα θα μπορούσε να πει κανείς πως το πιο προσεγμένο και το πιο τολμηρό σε μορφή σημείο αυτών των λαϊκών σπιτιών είναι το τζάκι με την προέκτασή του, την καμινάδα. Ο λαϊκός τεχνίτης κατασκευάζοντας τα τζάκια αυτά της Χαλκιδικής δεν φοβήθηκε να συνθέσει οξυκόρυφα τόξα, ορθογώνιες βαριές «σκούφιες», ημικυλινδρικούς ή ελλειπτικούς όγκους, πλαγιαστά επίπεδα, απειρίες κυματίων και σοφές σκοτίες, καθώς και άπειρες κατασκευές επενδύσεων, για να δημιουργήσει το μοναδικό γλυπτικό στοιχείο του σπιτιού.
Η βάση του τζακιού συνήθως είναι υπερυψωμένη μερικά εκατοστά από τα δάπεδο, δεν είναι σπάνιες όμως οι περιπτώσεις που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτό ή και πιο χαμηλά ακόμη ιδίως όταν το τζάκι βρίσκεται στο χαγιάτι.
Το κεντρικό τμήμα του τζακιού (σκούφια) το συναντούμε σε πολλά σχήματα με τις εσωτερικές παρειές προεκτεινόμενες να σχηματίζουν τις εκατέρωθεν πλευρές της εσοχής, όταν η διατομή της είναι ορθογωνική, ή εφαπτόμενες, όταν η διατομή είναι καμπύλη γραμμή. Αυτό συμβαίνει όταν το κουβούκλιο προεκτείνεται στις άκρες μέχρι τη βάση του τζακιού πολλές φορές δε με πεπλατυσμένα τα πέλματα. Αντιθέτως η σκούφια υπερκαλύπτει την εσοχή, όταν στηρίζεται στις εκατέρωθεν μετωπιαίες παρειές του τζακιού.
Μια σύνθετη κατασκευή, όπου η σκούφια του τζακιού έχει προς τα άνω διακοσμητικές καθαρά επεκτάσεις. Στην περίπτωση αυτή η λύση που δίνεται από τον τεχνίτη οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα με επίφαση πλούτου που έρχεται σε αντίθεση με την λιτότητα της υπόλοιπης αρχιτεκτονικής.
Η στέγη της σκούφιας δημιουργεί πάντα ένα κυμάτιο, που προεξέχει, ή μία σκοτία. Το τμήμα πάντως που έδωσε τις πιο τολμηρές λύσεις ο τεχνίτης είναι η επέκταση του τζακιού επάνω από τη σκούφια. Στο σημείο αυτό ο τεχνίτης δεν δίστασε να μετακινήσει επίπεδα, σ’ άλλα να δώσει κλίση και άλλα να τα επεξεργασθεί σε πλαστικές επιφάνειες για να φτάσει στο αποκορύφωμα της πλαστικής του δημιουργίας. Είναι ενδιαφέρουσα η λύση που δίνεται στην πάκτωση των δοκαριών της στέγης στο σημείο ακριβώς της απολήξεως της σκούφιας με την οροφή. Αλλά και το σημείο επαφής της ξύλινης οροφής στη συνάντησή της με την σκούφια δεν παραμέλησαν οι λαϊκοί τεχνίτες. Το αποτέλεσμα που δημιουργείται αποτελεί μια σοφή αρχιτεκτονική σύνθεση, όπου δεν παραμελήθηκε καμιά λεπτομέρεια της κατασκευής από την έδραση του τζακιού στο πάτωμα μέχρι την οροφή. Δημιουργήθηκε δηλαδή ένας ζωντανός οργανισμός που εδράζεται σταθερά στο δάπεδο, προεκτείνεται στον πλαστικό κορμό και απολήγει σε μια στέγη η οποία δίνει την εντύπωση ότι στηρίζει με χάρη την οροφή. Πρακτικές ανάγκες δημιούργησαν δεξιά και αριστερά του τζακιού στα πιο πολλά παραδείγματα δύο μικρά συμμετρικά παράθυρα ή δύο κόγχες.
Τελειώνοντας πρέπει να αναφέρουμε ότι πολλές φορές η εξωτερική παρειά της εσοχής του τζακιού ξεπετάγεται από το εσωτερικό μέτωπο του τοίχου και πατάει συνήθως σε μια πέτρινη πλάκα που φυτεύεται στον τοίχο σαν πρόβολος ή που αντιστηρίζεται με μια αντηρίδα. Στο χαμηλότερο σημείο αυτής της επιφάνειας υπάρχουν οπές για να υποβοηθείται η κυκλοφορία του αέρος.

9. Οι καμινάδες.

Οι καμινάδες της Χαλκιδικής μπορούν να μας δώσουν μια πλήρη τυπολογία της μορφής του αρχιτεκτονικού αυτού στοιχείου. Τις συναντούμε από την απλή κυλινδρική μορφή μέχρι την βαριά τετράγωνη. Και στις καμινάδες οι λαϊκοί τεχνίτες βρήκαν την ευκαιρία να επιδείξουν όλο το μεράκι τους διακοσμώντας με λογής πλουμίδια τις ανώτερες απολήξεις.
Βασικά μπορούμε να χωρίσουμε τις καμινάδες των τζακιών σε δύο κατηγορίες. Σ’ αυτές που χτίστηκαν με πέτρα (πωρόλιθους, σχιστόλιθους, ασβεστόλιθους) και αυτές που είναι φτιαγμένες από πηλό ασπρισμένες ή σοβατισμένες. Άλλες απ’ αυτές πατούν σε μια ορθογωνική βάση, και άλλες φυτεύονται απ’ ευθείας στην δαντελωτή επιφάνεια των κεραμιδιών. Στις αγροτικές περιοχές συναντιούνται οι χτιστές καμινάδες ενώ οι πήλινες στις παραλιακές περιοχές.

10. Οι ξυλοδεσιές.

Όπως αναφέραμε και στην αρχή η κατασκευή του λαϊκού σπιτιού της Χαλκιδικής στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι ξύλινη, τουλάχιστον όλος ο όροφος, η στέγη και ένα μεγάλο μέρος του ισογείου αν αφαιρέσει κανείς μερικούς πέτρινους τοίχους. Και σ’ αυτό το σημείο τα σπίτια της Χαλκιδικής ακολουθούν τη μακεδονική παράδοση κατασκευής, όπου σε πολλά παραδείγματα διακρίνουμε την κυριαρχία της ξύλινης κατασκευής.
Η κατασκευή του πατώματος του ορόφου στηρίζεται σε μεγάλα ξύλινα υποστυλώματα (ντιρέκια) που δεν εδράζονται απ’ ευθείας στο έδαφος αλλά πατούν σταθερά σε ημιλάξευτα αγκωνάρια. Την κορυφή τους στέφει πάντοτε ένα ξύλινο κιονόκρανο που οι μορφές του, τα κυμάτια και οι εντορμίες τους μας έδωσαν μιαν αξιοπρόσεχτη ποικιλία παραλλαγών. Επάνω σ’ αυτά τα υποστυλώματα στηρίζονται με τη μεσολάβηση του κιονόκρανου τα μεγάλα δοκάρια που γεφυρώνουν τα ανοίγματα μεταξύ των τοίχων. Πάνω στο σκελετό αυτών των δοκαριών και κάθετα σ’ αυτά σε αποστάσεις περίπου 1,00 – 2,00 μ. μεταξύ τους υπάρχει μια σειρά από άλλα δοκάρια για να πατήσει και πάλι άνω σ’ αυτά, παράλληλα αυτή τη φορά προς τα πρώτα, ένα άλλο σύστημα ορθογωνισμένων ξύλων που πάνω τους θα πετσωθεί το πάτωμα. Όλα αυτά τα στοιχεία θα αποτελέσουν ένα πλέγμα, μια σχάρα, που θα δώσει σ’ όλη την κατασκευή πλαστικότητα, αντισεισμικότητα και το πλεονέκτημα να αερίζονται όλα τα σημεία του ξύλινου σκελετού ώστε να μην σαπίζουν, λύσεις που εφαρμόζουμε ακόμη και σήμερα στις ξύλινες κατασκευές. Με τον ίδιο τρόπο θα στηθούν και όλα τα ξύλινα κατακόρυφα στοιχεία του ορόφου, έτσι που να δεχθούν επάνω τους τα φορτία της στέγης.
Στα ζευκτά της στέγης στηρίζεται το «πέτσωμα» και επάνω του στρώνονται τα πλατειά βυζαντινά κεραμίδια. Συνήθως η στέγη προεξέχει έντονα, πολλές φορές η «αστρέχα» φθάνει μέχρι 1,00 μ.
Στις τοιχοποιίες, κατά διαστήματα καθ’ ύψος στρώνονται οι ξυλόδεσμοι (τα χατίλια) κατά ζευγάρια και χρησιμεύουν για να μεταφέρουν ομοιογενώς τις πιέσεις και επιτρέπουν να πατούν επάνω τους οι αντηρίδες των σαχνισιών και των μπαλκονιών. Οι αποστάσεις των ξυλόδεσμων μεταξύ τους πολλές φορές ορίζονται και από το μέγεθος των ανοιγμάτων γιατί είναι γνωστό ότι το κατώφλι και ανώφλι τους περιορίζεται μεταξύ των ξυλόδεσμων. Ξύλινος επίσης είναι και ο σκελετός του τσατμά, όπως ξύλινοι είναι και οι μπαγδατότοιχοι.
Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα προσεγμένο σ’ όλες αυτές τις κατασκευές είναι τα σημεία συνδέσεως των ξύλων μεταξύ τους καθώς και τα σημεία επαφής των ξύλων με άλλα υλικά. Τα «σόκορα» των ξύλων είναι έτσι σχισμένα και έτσι διαμορφωμένα ώστε να μην σαπίζουν. Οι διατομές τους είναι σωστά υπολογισμένες για να δέχονται τις ανάλογες φορτίσεις και να μην επιβαρύνεται η κατασκευή με περισσότερο ίδιον βάρος φερόντων στοιχείων.

11. Τα κιονόκρανα.

Η σύνδεση του στηρίγματος (του υποστυλώματος, ντιρεκιού) με το οριζόντιο δοκάρι αποτελεί το κρίσιμο σημείο των ξύλινων κατασκευών. Στη Χαλκιδική παρατηρούμε πολλές λύσεις στο πρόβλημα, από την κλασσική λύση με τη μεσολάβηση κιονόκρανου παραλλήλου προς το δοκάρι για να μεταφέρονται ομαλότερα οι δυνάμεις στην στήριξη μέχρι τη λύση όπου στην στήριξη μεσολαβούν δυο ξύλινα φουρούσια για να δυναμώνουν το σημείο αυτό της επαφής. Τα κιονόκρανα έχουν διατομή όση και το δοκάρι στο κέντρο τους που μειώνεται προοδευτικά στις άκρες. Η σύνδεσή τους με το δοκάρι είναι απλή επαφή ενώ με το υποστύλωμα συνδέονται με εντορμίες. Οι απολήξεις των κιονόκρανων διακοσμούνται με διάφορα κυμάτια.
Ο κορμός του υποστυλώματος είναι σπάνια διακοσμημένος για να μην αδυνατίζει η διατομή του και όταν συμβαίνει αυτό έχει δύο ή τρεις λεπτές σκοτίες ή έχει κυκλική διατομή από ένα σημείο και κάτω. Η διακόσμηση δεν περιορίζεται μόνον στο κιονόκρανο και σε ορισμένα σημεία του κορμού του υποστυλώματος αλλά υπάρχει και στο τελείωμα της αστρέχας (γείσου), με τη δημιουργία πριονωτών εγκοπών (δόντια αστρέχας) που τονίζει ακόμα περισσότερο την λεπτότητα της κατασκευής.
Ενδιαφέρουσες από κατασκευαστική άποψη είναι οι λύσεις που δόθηκαν στο κιονόκρανο του γωνιακού υποστυλώματος. Πολλές φορές τα δυο δοκάρια συναντιόνται με δόντια (εντορμία, θηλύκωμα) δίνοντας ίσες προεξοχές και άλλες φορές υπερισχύει το κιονόκρανο του ενός δοκαριού. Πρέπει να σημειωθεί ότι το γωνιακό κιονόκρανο που αποτελείται όπως είδαμε από δύο θηλυκωμένα σε σχήμα σταυρού κιονόκρανα, δεν έχει την ίδια επεξεργασία και στα δυο του σημεία (εκατέρωθεν του υποστυλώματος), δηλαδή το εσωτερικό τμήμα είναι μακρύτερο, πράγμα που μας βεβαιώνει πως αυτές οι κατασκευές βγήκαν από εμπειρική γνώση στατικών αρχών και όχι από μια τάση μόνο διακοσμητική.

12. Τα κλιμακοστάσια.

Τα κλιμακοστάσια στη Χαλκιδική καταλήγουν βασικά στο χαγιάτι, σε πολλά παραδείγματα και στον κεντρικό χώρο του σπιτιού, ποτέ όμως σε χώρο δωματίου. Οι περιπτώσεις που συναντιόνται είναι τόσες όσες και οι κατηγορίες σπιτιών: Στην περίπτωση του σπιτιού με χαγιάτι ξεκινά από τον ελεύθερο στεγασμένο ισόγειο χώρο για να βγει στο χαγιάτι. Στα σπίτια με εξώστη είναι τελείως ακάλυπτη και οδηγεί από τον εξωτερικό χώρο στον εξώστη. Στα σπίτια, που ο εξώστης έχει την έννοια του μπαλκονιού, η σκάλα είναι εσωτερική και σχεδόν πάντα σε θέση όπου να μπορεί να ελέγχεται η κίνηση.
Η σκάλα είναι πάντα ξύλινη, υπάρχει όμως η περίπτωση το χαμηλότερο τμήμα της να είναι πέτρινο. Η κατασκευή της στα σπίτια με χαγιάτι ή εξώστη είναι πρόχειρη και στηρίζεται σε μια βάση πέτρινη. Οι βαθμιδοφόροι είναι δύο πλατειά καδρόνια και τα πατήματα χονδροκομμένες σανίδες.
Κιγκλίδωμα δεν υπάρχει συνήθως ή όταν υπάρχει είναι πολύ απλό και τη λειτουργία της κουπαστής εκτελεί ένα λεπτότερο καδρόνι σ’ όλο το μήκος του ανεβάσματος. Η κλίση της είναι απότομη για το λόγο ότι αυτές οι κατασκευές εξαντλούν τις ελάχιστες των διαστάσεων. Όταν η σκάλα βρίσκεται σε εξωτερικό χώρο είναι πιο επιμελημένη, υπάρχουν τα μέτωπα στις βαθμίδες και το κιγκλίδωμα είναι συνήθως πλήρες και δημιουργείται από την κατά παράθεση τοποθέτηση σανίδων (ταμπλάδων). Πολλές φορές το πλατύσκαλο, όταν υπάρχει είναι στη στάθμη του μεσοπατώματος. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι απαντιόνται περιπτώσεις όπου το άνω μέρος της σκάλας καλύπτεται με μια καταπακτή (καταρράχτης, γκλαβανή).

13. Η στέγη.

Η στέγη με την τόσο πλαστική μορφή συμπληρώνει όλη την κατασκευή, την συναντούμε σ’ όλους τους τύπους. Οι κλίσεις της είναι μικρές και διακοσμείται από τις υψίκορμες καμινάδες. Απαραίτητη πάντα είναι η προεξοχή (αστρέχα) για να μην τρέχουν τα νερά πάνω στους τοίχους.
Η στέγη εδράζεται επάνω σ’ ένα ξύλινο πλέγμα που της εξασφαλίζει αντοχή σε χιονοπτώσεις και ανεμοπιέσεις. Η κατασκευή της δεν διαφέρει σε τίποτα από όλες τις μακεδονικές στέγες. Επάνω στα ζευκτά, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους, στρώνεται το «πέτσωμα» (πλατειά σανίδια) που πάνω τους πατούν οι στρωτήρες για να δεχθούν τους καλυπτήρες (τα βυζαντινού τύπου κεραμίδια).

14. Ο φούρνος.

Απαραίτητο συμπλήρωμα του χαλκιδικιώτικου σπιτιού είναι ο φούρνος, ανεξάρτητος οργανικά απ’ αυτό, δηλαδή έξω από το σπίτι, στην αυλή, αλλά σε άμεση λειτουργική σχέση μ’ αυτό ή μέσα στο σπίτι σ’ ένα ημιυπαίθριο χώρο του ισογείου.
Η κατασκευή των φούρνων είναι πέτρινη ή πλίνθινη και ο εσωτερικός χώρος θολωτός κτισμένος με εκφορικό σύστημα ή σφηνοειδές. Ο χώρος του ψησίματος και ο χώρος της καύσεως των ξύλων είναι ο ίδιος. Δεξιά και αριστερά από την πόρτα του φούρνου υπάρχουν δύο κόγχες βοηθητικές. Ο χώρος μπροστά από τον φούρνο είναι σχεδόν πάντα σκεπασμένος. Όταν βρίσκεται μέσα σ’ ένα βοηθητικό χώρο παίρνει περισσότερο τη μορφή του τζακιού.

Πηγή: www.halkidiki.gov.gr

Exit mobile version