Άρης Κωνσταντινίδης (1913-1993)

“Eίμαι οργισμένος. Ό,τι έχω χτίσει στη ζωή μου, σήμερα, δεν το αναγνωρίζω, το έχουν αλλάξει. Aκόμη και το μικρό σπιτάκι στην Aνάβυσσο”. [Λόγια του Α. Κωνσταντινίδη λίγο καιρό πριν πέσει (αυτοκτονήσει;) από το μπαλκόνι του σπιτιού του…]

Ο Άρης Κωνσταντινίδης (1913-1993) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Γερμανία στο Πολυτεχνείο του Μονάχου από το 1931 μέχρι και το 1936 και με αυτόν τον τρόπο ήρθε σε άμεση επαφή με τις πιο σημαντικές αρχιτεκτονικές ιδέες εκείνης της εποχής, δηλαδή τις απόψεις του μοντέρνου κινήματος. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1936 και εργάζεται για μερικά χρόνια στην Πολεοδομική Υπηρεσία της πόλης των Αθηνών και μετά τον πόλεμο στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων.

Η απασχόλησή του με τα μεγάλα προβλήματα της εποχής και η πεποίθησή του ότι η αρχιτεκτονική είναι ένα κοινωνικό λειτούργημα, τον οδηγεί στις θέσεις του προϊσταμένου του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας από το 1955 έως το 1957 και του προϊσταμένου της Τεχνικής Υπηρεσίας στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού από το 1957 έως το 1967. Τα χρόνια αυτά σχεδιάζει και επιβλέπει την κατασκευή μιας σειράς εργατικών κατοικιών και ξενοδοχείων και είναι ο πρώτος αρχιτέκτονας στην Ελλάδα που εισάγει αποτελεσματικά και σε μεγάλη κλίμακα στα δημόσια έργα την έννοια της τυποποίησης στη σύνθεση και στην κατασκευή. Σχεδιάζει και υλοποιεί συγχρόνως αρκετά ιδιωτικά έργα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 αρχίζει μια σημαντική προσπάθεια του Ε.Ο.Τ. στον τομέα της ανάπτυξης του τουρισμού και της κτηριακής υποδομής του. Την περίοδο 1950-1958 ο Χαράλαμπος Σφαέλλος, ως διευθυντής των Τεχνικών Υπηρεσιών του νεοσύστατου Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, αρχίζει να υλοποιεί το πρόγραμμα μελέτης και ανέγερσης των Ξενία. Από το 1957 ως το 1967 προΐσταται της Υπηρεσίας Μελετών ο Άρης Κωνσταντινίδης, που μετατρέπει την υπηρεσία αυτή σε εργαστήριο αρχιτεκτονικής σκέψης με άξιους συνεργάτες σημαντικούς αρχιτέκτονες. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η συνολική προσέγγιση βασίστηκε σε ένα στέρεο και ουσιαστικό θεωρητικό υπόβαθρο που παρουσιάζεται μέσα από τα κείμενα του Άρη Κωνσταντινίδη, όπου αναλύεται η προσέγγιση για την επιλογή του κατάλληλου χώρου και προσανατολισμού, η σημασία της ένταξης στο τοπίο, η σχέση του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, η απλότητα και σαφήνεια της μορφής, η ειλικρίνεια στη χρήση των υλικών, η τυποποίηση στην κατασκευή αλλά και η επιθυμία για την ένταξη των μονάδων αυτών στη ζωή του κάθε τόπου, στοιχεία που καθιστούν το όλο εγχείρημα μοναδικό.

Μέσα από τα κτήρια αυτά διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό η σύγχρονη αρχιτεκτονική θεώρηση όπως άλλωστε εκτίμησε το 1962 ο Π. Μιχελής σημειώνοντας ότι “…τα κτηριακά έργα του Ε.Ο.Τ. προάγουν την εξέλιξιν της Αρχιτεκτονικής εν Ελλάδι.” Είναι γεγονός ότι τα κτήρια αυτά έχουν τεράστια σημασία για την ελληνική αρχιτεκτονική, καθώς αποτελούν τη σημαντικότερη παραγωγή δημοσίων κτηρίων μεταπολεμικά, επιτυγχάνοντας μέσα από την ένταξη στο ιδιόμορφο και αρχέγονο ελληνικό τοπίο, την ερρίζωση μιας σύγχρονης καθαρής και ειλικρινούς αρχιτεκτονικής έκφρασης, που με συνέπεια ερμήνευσε τις αρχές του μοντέρνου κινήματος, μέσα από έναν κώδικα πολιτισμικής εντοπιότητας.

Το ενδιαφέρον του Άρη Κωνσταντινίδη για τη δημιουργία μιας σύγχρονης αρχιτεκτονικής που να βγαίνει από τις ανάγκες του τόπου του, τον οδηγεί στο να μελετήσει εκτεταμένα την ανώνυμη αρχιτεκτονική στην Ελλάδα και να δημοσιεύσει τρία βιβλία από το 1947 έως το 1953, όπου καταπιάνεται με συγκεκριμένα παραδείγματα ανώνυμης αρχιτεκτονικής. Είναι γνωστό ότι ο αρχιτέκτονας ήταν μεγάλος θαυμαστής τόσο της φύσης όσο και της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Πράγματι παρατηρώντας την ελληνική φύση ξεχωρίζει κανείς μορφές απλές και ξεκάθαρες. Τέτοιες  μορφές που διακρίνονται από δωρική σαφήνεια και λιτότητα παρατηρούνται σε κάθε έκφραση τόσο της αρχαίας ελληνικής όσο και της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Κωνσταντινίδης προσπάθησε να δημιουργήσει μια «αληθινή αρχιτεκτονική» βασισμένη στις αρχές που «διδάχτηκε» από αυτήν, αντιτιθέμενος όμως παράλληλα, σε κάθε τάση παρελθοντολογίας και μιμητισμού των παλαιών  ελληνικών μορφών. Συγχρόνως απέφυγε και την τάση της εποχής του που ήθελε πολλούς αρχιτέκτονες να αντιγράφουν μοντέρνα ευρωπαϊκά πρότυπα που είχαν κατασκευαστεί για τις ανάγκες άλλων τόπων. Κάθε του έργο (είτε συγγραφικό είτε αρχιτεκτονικό) έρχεται υπογραμμίσει την πίστη του, ότι η ανώνυμη αρχιτεκτονική, αλλά και το ίδιο το τοπίο της Ελλάδας αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία πρέπει και μπορεί να σταθεί μια σύγχρονη αρχιτεκτονική πράξη.

Ας προσπαθήσουμε όμως να απομονώσουμε ορισμένα ουσιαστικά στοιχεία μέσα από το συνολικό έργο του μεγάλου και πρωτοπόρου αρχιτέκτονα. Τα σπίτια του Κωνσταντινίδη αποτελούν απτή απόδειξη της μεγάλης ευαισθησίας του ως προς τον χώρο στον οποίο κατασκευάζονται, εφόσον μέσα από αυτά προσπαθεί να τονίσει την αλληλεπίδραση φύσης και κατοικήσιμου περιβάλλοντος. Η αγάπη για το ελληνικό τοπίο έκαναν τον Κωνσταντινίδη να δημιουργήσει μια πολύ ιδιαίτερη αρχιτεκτονική με κύριο χαρακτηριστικό την «ρευστότητα» των ορίων του φυσικού και του κτιστού περιβάλλοντος. Πράγματι, είναι εμφανής στο έργο του τόσο η τάση να εντάσσει τα κτίσματα στο φυσικό περιβάλλον όσο και η ειλικρίνεια στην κατασκευή και η ανάδειξη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του κάθε υλικού που χρησιμοποιεί. Είναι προφανές ότι η ένταξη αυτή στο φυσικό περιβάλλον προϋποθέτει πλήρη κατανόηση και εκμετάλλευση των τοπικών κλιματολογικών συνθηκών. Η έννοια της προέκτασης της φύσης μέσα στο κατοικήσιμο περιβάλλον του αντίθετου, έχει, ως αποτέλεσμα κατοικίες στις οποίες ο εξωτερικός χώρος αποτελεί μέρος του ιδίου κτίσματος. Με άλλα λόγια, παρατηρούμε ότι ο Κωνσταντινίδης διαμορφώνει τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς  χώρους χρησιμοποιώντας παρόμοια ή και εντελώς ίδια αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως παραδείγματος χάριν δωμάτια που ορίζονται από τοίχους ή τοίχους που διακόπτονται από ανοίγματα. Και θα σημειώσουμε την άποψη ότι το εύρημα του τοιχίου, καθορίζει αποφασιστικά την ισοτιμία στον χειρισμό κλειστού και ανοικτού χώρου.

Αυτή η ομοιότροπη αντιμετώπιση εσωτερικού και εξωτερικού έχει ως αποτέλεσμα κατασκευές που να χαρακτηρίζονται από τις απλές φόρμες, την ορθολογική διάταξη της κάτοψης (και την πεποίθηση ότι από αυτή δημιουργείται μια σωστή όψη) και την προσήλωση στην λειτουργικότητα των χώρων. Έτσι είναι έτοιμα να «δεχτούν τόσο το ουσιαστικό όσο και το απρόβλεπτο, καθώς αποδίδονται σαν δοχεία ζωής δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια αβίαστη σχέση με τα φυσικά στοιχεία».

Η αρχιτεκτονική ήταν για τον Κωνσταντινίδη φιλοσοφία ζωής της οποίας την ιστορικότητα προσπάθησε να αναδείξει.
«Με το έργο του- όπως σημειώνει ο γιος του Δημήτρης Κωνσταντινίδης- δημιουργεί έναν μοναδικό, για τη χώρα του, αρχιτεκτονικό δρόμο που οδηγεί σε μία σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική, η οποία επειδή πατάει γερά στα σύγχρονα διδάγματα και τις ανάγκες της σημερινής εποχής ξέρει ταυτόχρονα να αφομοιώνει την ουσία και όχι τη μορφή της αρχιτεκτονικής παράδοσης του τόπου του».

“Το έτος 2008 έχει ανακηρυχτεί έτος Άρη Κωνσταντινίδη ενώ παράλληλα η πολιτεία τιμώντας την εμβληματική για την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του Κωνσταντινίδη θεσμοθέτησε το βραβείο «Άρης Κωνσταντινίδης» για τους φοιτητές των αρχιτεκτονικών σχολών.”

Με δεδομένο το μέγεθος του αρχιτέκτονα και τη συνακόλουθη γνώση γύρω από το έργο του, δεν επιχειρείται μια τυπική και γραμμική βιογραφία, αλλά μια προσπάθεια να αποκαλυφθεί ο πυρήνας του έργου και της σκέψης του.
Φυσιογνωμία εμβληματική για την ελληνική αρχιτεκτονική, αποτέλεσε ένα ουσιαστικά αντισυμβατικό πνεύμα, ευρισκόμενος μέχρι το τέλος της ζωής του σε διαρκή σύγκρουση με ότι θεωρούσε ψεύτικο. Αρχιτέκτονας που απέρριψε τόσο την μίμηση δυτικοευρωπαϊκών προτύπων, όσο και την στείρα αρχαιοπρέπεια, επέλεξε έναν άλλο δρόμο, που στηριζόταν στην ανώνυμη αρχιτεκτονική, το τριμερές κτίσμα που αποτελείτο από το υπόστεγο, το κλειστό δωμάτιο και την αυλή. Ένα σχήμα απόλυτα εναρμονισμένο με το μοντέλο του υπαίθριου βίου, που συνδέει την αρχαιότητα με τη σημερινή εποχή.
Λειτουργώντας ως ένας εξερευνητής, όργωσε ολόκληρη την Ελλάδα από το 1936 μέχρι τα χρόνια του ογδόντα και φωτογράφισε κτίσματα, προσφυγικές παράγκες, υπόστεγα από ταβέρνες και ότι άλλο παρέπεμπε στο μοντέλο του τριμερούς αυτού κτίσματος, που ονόμασε «Δοχείο ζωής» και αποτέλεσε την βάση ολόκληρου του αρχιτεκτονικού του έργου. Είτε στα περίφημα Ξενία που έχτισε σε όλη την Ελλάδα από το 1958 και μετά, είτε στις μονοκατοικίες, τα περίπτερα του φεστιβάλ, τα εργατικά συγκροτήματα κατοικιών, τα κτίσματα γύρω από το αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, όλα ανταποκρίνονταν σε εκείνο το μοντέλο του «δοχείου ζωής», που ξεκινούσε από τα πιο ταπεινά κτίσματα και στα χέρια του πήρε την πιο μοντέρνα μορφή.
Άνθρωπος ασκητικός και μονομανής, γνώρισε τη μεγάλη αναγνώριση, είδε όμως τα περισσότερα από τα κτίσματά του να γκρεμίζονται ή να παραδίδονται στην εγκατάλειψη.

Ακολουθεί ένα ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε από την ΕΤ1 το 2008. Αξίζει να το παρακολουθήσετε!

Πηγές: http://genesis.ee.auth.gr/forum/viewtopic.php?p=2039

http://www.giannena-e.gr/Giannena/Giannena_Arhaiologiko_Mouseio-Aris_Konstantinidis.aspx

http://www.greekarchitects.gr

Exit mobile version